Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ: Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΜΑΙΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΄21




Κοτσαμπάσηδες, κλήρος και πολιτικοί 
δολοφονούν τον ελεύθερο και ανένταχτο ήρωα

 
    «Οδυσσεύς Ανδρούτσος: Δολοφονημένος απ’ τα πάθη, απ’ το κράτος, από τον συναγωνιστή του στην Ακρόπολη των Αθηνών. Προδομένος και στραγγαλισμένος. Λίγη συγνώμη θα εχάριζε πάλι στην Ελλάδα τον χορευτή της Γραβιάς».
   Κείμενο γραμμένο σε ανδριάντα του Οδυσσέα Ανδρούτσου που στήθηκε στις 29 Μαΐου του 1888 με εντολή του βασιλέα Γεωργίου του Α΄.


   Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 τρεις μεγάλες στρατιωτικές μορφές αναδείχθηκαν στους κόλπους των επαναστατών. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Και οι τρεις σπουδαίοι πολέμαρχοι εκδιώχθηκαν, αφορίστηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ οι δύο πρώτοι δολοφονήθηκαν απ’ το νεοχριστιανορωμαίικο κράτος του 1821. Ο τρίτος γλύτωσε αφού μετά τον θάνατο των δύο προσχώρησε και ακολούθησε το κατεστημένο.
     Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν γιος του Ανδρέα Βερούση του κλέφτη θρύλου της Ρούμελης, που αφιέρωσε την ζωή του στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων αλλά και των πλουσίων κοτζαμπάσηδων. Ο Βερούσης ήταν φίλος του Αλή πασά, αλλά και επαναστάτης που πολέμησε στο πλευρό του Λάμπρου Κατσώνη. Συνελήφθη απ’ τους Βενετούς το 1792, όπου τον παρέδωσαν στους Τούρκους και πέθανε στην φυλακή. Ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή και γεννήθηκε στην Ιθάκη περί το 1790. Η μητέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά ήταν εύπορη κόρη προεστού της Βενετοκρατούμενης Πρέβεζας και συνεργάτη των Ρώσων στην περιοχή κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878-92.


Μέτοχος Ελληνικής Παιδείας – νεοελληνικού Διαφωτισμού
     Οι κλέφτες που δρούσαν ήδη εναντίον του τουρκικού ζυγού στην ενδοχώρα έβρισκαν καταφύγιο στα Επτάνησα, που βρίσκονταν ακόμα κάτω απ’ την Βενετική κυριαρχία. Εκεί ο Οδυσσέας απέκτησε την στοιχειώδη μόρφωση σε αντίθεση με άλλους κλεφταρματωλούς. Καλλιέργησε τα Ελληνικά του και έμαθε ακόμα πολύ καλά τα Αρβανίτικα και τα Ιταλικά. Παράλληλα επηρεάστηκε απ’ την κινητικότητα των ιδεών του Γαλλικού και Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από επιστολές φαίνεται, ότι γνώριζε και θαύμαζε τους Έλληνες φιλόσοφους και ήρωες της Αρχαιότητας και κατείχε σημαντικές γνώσεις της Ελληνικής Ιστορίας. Το όνομά του άλλωστε δείχνει την αγάπη της οικογένειάς του για την αρχαία Ελλάδα. Υπήρξε λάτρης της Ελληνικής Κλασικής Παιδείας. Έγραφε γι’ αυτό στον Νεόφυτο Βάμβα το 1823: «Εις άλλους θέλω περιγράψει πόσα κακά πάσχομεν δια την έλλειψιν των ελληνοσωτηρίων διδασκαλιών, προς εσέ δε λέγω ότι η ελληνική παιδεία έλειψε πολύ απ’ την αγωνιζόμενην Ελλάδα… Όθεν ιδού η αρμωδιοτέρα θέσεις συμπολίτα, να διδάξης των Ελλήνων τα τέκνα, την αρετήν την φιλοπατρίαν, και την σοφία των προγόνων μας».(Ανώνυμος, «Ιστοριογραφία του αγώνος» Πανδώρα 1858). Μεταξύ 1798-1800 γνώρισε και συναναστράφηκε με τον ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο στην Λευκάδα, όπου και διδάχθηκε απ’ αυτόν. Γνώρισε επίσης κι άλλους λόγιους ανάμεσα σε κύκλους του νεοελληνικού Διαφωτισμού.

     Την εποχή που ο Αλή Πασάς είχε καταλάβει την Πρέβεζα και ετοιμαζόταν για την κατάκτηση των Ιονίων νήσων η Ακριβή Τσαρλαμπά ήρθε με τον γιο της στα Γιάννενα. Εκεί έγραψε τον Οδυσσέα στο τάγμα των Μπεκτασήδων Δερβίσηδων. Οι Μπεκτασήδες αποτελούσαν ένα ανεξίθρησκο τάγμα, όπου ο καθένας μπορούσε να μαθητεύσει μαζί τους χωρίς να είναι αναγκασμένος να προσηλυτιστεί στον μωαμεθανισμό. Αυτό υπήρξε μία αφορμή για τους μετέπειτα ιστορικούς της Ρωμιοσύνης να κατηγορήσουν τον Οδυσσέα για εκτουρκισμό. Το 1803 βρέθηκε στην αυλή του Αλή Πασά. Ο Αλή ήθελε να γνωρίσει τον γιο του παλιού καλού του φίλου Ανδρέα Βερούση. Εκείνη την εποχή το σαράι του αποτελούσε το κέντρο της ζωής στα Γιάννενα. Από εκεί έβγαιναν οι ευνοούμενοί του και οι μεγάλοι καπεταναίοι, αφού αποτελούσε σχολή πολιτικής και στρατιωτικής παιδείας.


Μύηση Οδυσσέα Aνδρούτσου στη Φιλική Εταιρεία
    Διδάσκαλός του εκεί υπήρξε ο διάσημος Ψαλλίδας, που τον έκανε ν’ αποκτήσει πλέον φωτισμένη συνείδηση του Ελληνισμού και τον μύησε στην Φιλική Εταιρεία. Παράλληλα διδάχθηκε την πανουργία, την σκληρότητα και την καχυποψία που επικρατούσε στο σαράι. Έμαθε επίσης να είναι ανελέητος στους εχθρούς του. Ποτέ δεν είχε πάψει να δείχνει συμπόνια για τον φτωχό λαό και περιφρόνηση στους κοτζαμπάσηδες και στους παπάδες. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν πατριώτης σύμφωνα με τους όρκους που είχε δώσει κατά την εισδοχή του στην Φιλική Εταιρεία. Ο σκοπός της ζωής του υπήρξε η λευτεριά του γένους σε ένα κράτος πραγματικά δημοκρατικό. Αν οι κοτζαμπάσηδες θα ήθελαν να ακολουθήσουν θα ήταν δεκτοί, αλλιώς θα γίνονταν στόχοι γι’ αυτόν όπως και οι Τούρκοι. Το δημοτικό τραγούδι μελοποίησε την ακατάπαυστη πάλη του λαϊκού αγωνιστή κατά των πλουσίων: «Προς σας άρχοντες της Λειβαδιάς προς σας κοτζαμπασήδες, γρήγορα το μουρασελέ λουφέ στα παληκάρια. Βάζω φωτιά στην χώρα σας και καίω τα σαράγια, καπνίζω τις κυράδες σας και τις αρχόντισσές σας».
  

Στρατιωτική αγωγή στην αυλή του Αλή Πασά
     Απ’ όλους τους οπλαρχηγούς, που βγήκαν απ’ το φυτώριο της αυλής των Ιωαννίνων ο Οδυσσέας υπήρξε ο πιο μορφωμένος. Ταυτόχρονα η στρατιωτική αγωγή της αυλής τον έκανε εμπειροπόλεμο και δεινό μαχητή. Η σωματική του ρώμη, η ευφυΐα του, η ανδρεία του και το στρατιωτικό ταλέντο, που κληρονόμησε απ’ τον ήρωα πατέρα του τον ανέδειξαν σε κορυφαία προσωπικότητα της εποχής του. Το 1816 Αλή Πασάς έστειλε τον Οδυσσέα στην Λιβαδειά με σκοπό να καθαρίσει την περιοχή από τους κλέφτες καπεταναίους και να δημιουργήσει συνθήκες ακυβερνησίας στην Εύβοια, δημιουργώντας σκηνοθετημένες πράξεις προβοκάτσιας με σκοπό να αναθέσει ο σουλτάνος στον Αλή το πασιλίκι της Εύβοιας. Ο Οδυσσέας κήρυξε τον πόλεμο στους άρχοντες της Ρούμελης, αφού δεν τους αναγνώριζε καμία εξουσία. Αφού υπέταξε τους κλέφτες της Ρούμελης χωρίς να τους σκοτώσει τους πήρε όλους με το μέρος του. Τον Αθανάσιο Διάκο τον έκανε υπαρχηγό του και δεξί του χέρι τον Γκούρα. Τον δε γέροντα κλέφτη Πανουριά τον έκανε ψυχοπατέρα του. Οι σκηνοθετημένες ενέργειες στην Εύβοια είχαν απόλυτη επιτυχία. Σε μία τέτοια επιχείρηση συνελήφθη απ’ τους Τούρκους ο Γκούρας. Ο Οδυσσέας για να τον ελευθερώσει συνέλαβε σε ενέδρα τον Μπας-αγά αυλάρχη του Σουλτάνου που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Λειβαδιά και τον αντάλλαξε με τον Γκούρα, τον άνθρωπο που με τόση κυνικότητα θα τον προδώσει και θα οργανώσει την δολοφονία του αργότερα. Τότε το κύρος του ανέβηκε κατακόρυφα. Ο Οδυσσέας γύρισε στα Γιάννενα θριαμβευτής και έπεισε τον Αλή Πασά να μην εξοντώσει τους κλέφτες που συνέλαβε, παρά να τους πάρει στην υπηρεσία του. Έτσι κι έγινε.

     Ο Αλή αποφάσισε να παντρέψει τον ψυχογιό του με την Ελένη Καρέλη και να τον προικίσει με φιρμάνι, που εξέδωσε στην περιοχή της Λειβαδιάς να τον βοηθήσουν όλοι οι κάτοικοι χρηματικώς. Αυτή η προίκα ήταν και ο περίφημος θησαυρός του Οδυσσέα, που αργότερα έγινε θρύλος δόλωμα και πηγή του κακού για τους διώκτες του. Παρά τα γραφόμενα ο θησαυρός αυτός σπαταλήθηκε για τις ανάγκες του απελευθερωτικού αγώνα.


     Ο Μπάμπης Άννινος στο βιβλίου του («Ιστορικά Σημειώματα», σελ. 5, Αθήνα 1925) μας περιγράφει την πραγματική εικόνα του ήρωα (αριστερή εικόνα), που τον δείχνει ως εύσωμο, ξανθό με μακρυά πυκνά ξανθά μαλλιά και ξανθό λεπτό μουστάκι. Το βλέμμα του μελαγχολικό, σκυθρωπό και ευγενικό και με ήσυχη μορφή, έδειχνε άνθρωπο με αποφασιστικό χαρακτήρα, τολμηρό και έξυπνο: «Η παρούσα εικών ληφθείσα εκ διασωζομένης ιχνογραφίας, ήτις εσχεδιάσθη απ’ ευθείας παρ’ Άγγλου φιλέλληνος κατά την εποχή του Αγώνος, αποδίδει πιστώς την φυσιογνωμία του Οδυσσέως. Η άλλη δε η συνήθης ήτις αναπαριστά αυτόν με παχύ και ευθύν μύστακα και βλέμμα αγριωπό είναι φανταστική». Παρομοίως συμφωνεί και ο Τ. Λάππας στο έργο του («Οδυσσέας Ανδρούτσος» σελ.42). Οι ψεύτικες κι αγριωπές εικόνες (μεσαία και δεξιά), στις οποίες ο Οδυσσέας μοιάζει με θηρίο, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1873, με σκοπό να παρουσιάσουν τον Οδυσσέα ως αμόρφωτο και αγροίκο.


     Ο Οδυσσέας στάθηκε ανελέητος απέναντι στους προσκυνημένους και στους παπάδες, όπως με τον αρχιμανδρίτη Παπαναστάση που τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια, τον Δημήτρη Μπεγιατζή, έναν άλλο παπά συνεργάτη του Ομέρ πασά της Εύβοιας που τον έθαψε ζωντανό. Εξίσου τραγική ήταν η τύχη του Ηλία Πασπάτη πράκτορα του Ομέρ Βρυώνη, που γύριζε στα χωριά κάνοντας προπαγάνδα, για να υπογράψουν οι χωρικοί τα προσκυνοχάρτια στον σουλτάνο. Αλλά και σε κρούσματα ληστείας μεταξύ Ελλήνων υπήρξε το ίδιο ανελέητος. Αποτέλεσμα αυτής της σκληρής πολιτικής ήταν το σβήσιμο του κινήματος των προσκυνημένων και η εξαφάνιση των ληστών. Ο ανδρείος μα και σκληρός Οδυσσέας ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Ρούμελης και ο αρχηγός των απελευθερωτικών στρατευμάτων της Ανατολικής Στερεάς.


Ρωμιοσύνη εναντίον Ανδρούτσου
    Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν αποτέλεσαν έναν ανελέητο αγώνα εναντίον του με σκοπό την ολοκληρωτική εξόντωσή του  απ’ τους κοτζαμπάσηδες, τον κλήρο, και τους κυβερνητικούς του νέου Ρωμαίικου κράτους που τον έβλεπαν πλέον ως έναν τεράστιο κίνδυνο. Πολλές επίσημες κρατικές επιστολές και διατάγματα υπογράφηκαν και στάλθηκαν κατά του Ανδρούτσου που τον χαρακτήριζαν συνεχώς τουρκολάτρη, δωροδοκημένο, αιμοδιψή, κακούργο, ανίκανο στρατιωτικά, υπογεγραμμένα από τους ταγούς του Ρωμαίικου κατεστημένου και το νέο όργανο εξουσίας τον Άρειο Πάγο.
   
     Οι αρεοπαγίτες αρχικά προσπάθησαν να πείσουν τον καλό φίλο του Οδυσσέα και συμπολεμιστή του, Νικηταρά, να τον εγκαταλείψει σπέρνοντας συκοφαντίες ανάμεσά τους. Έτσι έστειλαν ανάλογη επιστολή στον Νικηταρά. Η απάντηση όμως του Νικηταρά τους απογοήτευσε, που μη γνωρίζοντας το ήθος την ακεραιότητα και την ανιδιοτέλειά του, προσπάθησαν με υποσχέσεις χρηματισμού και αξιωμάτων να τον πείσουν να δολοφονήσει τον Ανδρούτσο. Ο ίδιος ο Νικηταράς αναφέρει (Επιστολή 27η  Απριλίου 1822, Εκ Βελίτζης): «Ένας αρεοπαγίτης μου λέγει δια να σκοτώσω τον Οδυσσέα. Πρωτύτερα μου είχε στείλει η Διοίκησις έναν Γραμματικό. Τον παίρνω με την κουμπούρα. Έγραψαν και του Γέρου (του Κολοκοτρώνη) δια τα τρέχοντα, ότι η Διοίκησις θέλει να σκοτώσει μερικούς». 

     Τον Μάρτιο του 1822 σε μία μάχη των δυνάμεων του Ανδρούτσου με τους Τούρκους στην Στυλίδα, ο Άρειος Πάγος με την προδοτική απόφασή του απέκοψε τις ελληνικές δυνάμεις μεταξύ τους. Αποτέλεσμα μετά από 15 ημέρες μαχών οι 18.000 Τούρκοι πολιορκούσαν απειλητικά την ελληνική δύναμη 3.000 πολεμιστών. Οι Αρεοπαγίτες αποφάσισαν ξανά να εγκαταλείψουν τους μαχητές με σκοπό να σκοτωθούν όλοι και μαζί τους και ο αδυσώπητος εχθρός τους Οδυσσέας. Γράφει ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του: «Είχαν πάθος με τον Δυσσέα κι αποφάσιζαν οι καλοί πατριώτες δια την ιδιαιτέρα διχόνοιαν με ένα άτομο να χαθούνε τρεις χιλιάδες στράτευμα περίπου. Και η πατρίς αυτό το στράτευμα μόνον είχε εις την εξουσίαν της…Και σαν χάνονταν αυτείνοι ποιοι θα πολεμούσαν τους Τούρκους;» (Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα» Τόμος Β΄, σελ.55).

     Ο Οδυσσέας στην δύσκολη θέση που βρέθηκε αποφάσισε να υποχωρήσει με όλο το στράτευμα πίσω σε Ελληνικό έδαφος μέσω πλοίων. Οι Αρεοπαγίτες όμως που βρίσκονταν σε άλλο πλοίο στ’ ανοιχτά του κόλπου δεν έστελναν τα πλοία. Θυμωμένος ο Οδυσσέας πήγε μ’ ένα μικρό πλοιάριο προς αυτούς. Όμως οι άνθρωποι αυτοί με ενσαρκωτή του μίσους τον καλόγερο Κωνσταντά που ήταν μαζί τους είχαν ήδη καταλήξει σε μία φοβερή απόφαση. Να σκοτώσουν τον Οδυσσέα επί τόπου! Έδωσαν δε εντολή στον κυβερνήτη του πλοίου καπετάν Βισβίζη να τον συλλάβει και στον καπετάν Ζορμπά να τον εκτελέσει «επειδή ήταν αντίχριστος, τουρκολάτρης επικατάρατος, προδότης και ρέμπελος»! Όλα αυτά χωρίς κανένα επίσημο έγγραφο, χωρίς κανένα δικαστήριο. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνεται από πέντε σύγχρονους ιστορικούς τον Αντώνη Γεωργαντά, τον Αναγνώστη Δεληγιάννη, τον Τ. Λάππα, τον Γιάννη Μακρυγιάννη και τον Κάρπο Παπαδόπουλο. Οι καπετάνιοι δεν εκτέλεσαν την περίεργη διαταγή λόγω της μεγάλης συμπάθειας που έτρεφαν για τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας χωρίς να γνωρίζει την απόφαση αυτή κινητοποιήθηκε για να σώσει μόνος του τους συμπολεμιστές του. Με δικά του γρόσια πλήρωσε τους βαρκάρηδες του Μαλιακού και το επόμενο βράδυ το στράτευμα έφυγε χωρίς οι Τούρκοι ν’ αντιληφθούν το παραμικρό. «Μπαρκάρισε πρώτα τους λαβωμένους κι αρρώστους, ύστερα τους κιοτήδες, κι ύστερα μπαρκάρισε τους άλλους» (Μακρυγιάννης Β΄, 56). Και παρότι η επιχείρηση κατέληξε σε αποτυχία λόγω του ακαριαίου τρόπου διασώσεως του στρατεύματος, η φήμη του και η δημοτικότητά του σε λαό και στρατό μεγάλωσε ξανά. Όμως οι Αρεοπαγίτες δεν το έβαλαν κάτω και συνεχίζοντας το πόλεμο του έστειλαν γραπτώς την αποκήρυξή του απ’ την θέση του αρχιστράτηγου της Ρούμελης λόγω απείθειας προς τις εντολές τους!


Ο αφορισμός του Ανδρούτσου από το δεσπότη Ιωσήφ
     Στις 22 Ιουνίου του 1822 η Ρούμελη συγκλονίστηκε από μία ακόμα βαριά είδηση. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε επίσημα αφοριστεί. Ο αφορισμός είχε κοινοποιηθεί και τοιχοκολληθεί απ’ τον υπουργό της θρησκείας (!) δεσπότη Ιωσήφ Ανδρούση, τοιχοκολλήθηκε δε απ’ τις άκρες της Στερεάς Ελλάδας μέχρι και την Κόρινθο. Ο Οδυσσέας αναθεματίστηκε απ’ την Εκκλησία ως «άθεος, βλάσφημος, καταραμένος, τουρκολάτρης και αντίχριστος δια τις πράξεις του»Όποιος δε χριστιανός θα τον πλησίαζε θα γινόταν κι αυτός «αμαρτωλός και επικαταράτος» και από εδώ και στο εξής «δεν θα λογαριάζεται ως Χριστιανός παρά ως Μπεκτασής Δερβίσης».


 




Η πραγματική μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου αποτυπωμένη σε λιθογραφία ξένου φιλέλληνα περιηγητή, ο οποίος τον ζωγράφισε με φόντο τα βουνά της Ελλάδας και αρχαίους κίονες, προκειμένου να καταδείξει τη σχέση του ήρωα με την αρχαία Ελληνική Παιδεία.



     Παρά τα σκληρά αυτά μέτρα οι καπεταναίοι του τα παληκάρια του και ο λαός, του έδειχναν τον ίδιο σεβασμό και αφοσίωση. Ο Οδυσσέας σαν πληγωμένο αγρίμι αποσύρθηκε στην Δρακοσπηλιά του όπου φρόντισε να την μετατρέψει σε απόρθητο φρούριο κρατώντας μόνο 100 επίλεκτους πολεμιστές του. Όμως ο Οδυσσέας ξαναμπήκε στις μάχες. Μετά τις επιτυχίες του στην μάχη εναντίον των στρατευμάτων ανεφοδιασμού του Δράμαλη και την καταστροφή της στρατιάς του στην Πελοπόννησο στέφθηκε απ’ τους οπλαρχηγούς κι όχι απ’ την Πολιτεία, ξανά αρχιστράτηγος της Ανατολικής Στερεάς και τοπάρχης των Αθηνών. Ο Οδυσσέας οργάνωσε την άμυνα της πόλεως και ζήτησε να φέρει στην Αθήνα τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Νεόφυτο Βάμβα για ν’ αναβαθμίσουν την παιδεία των Αθηναίων. Έβαλε σε λειτουργία δύο σχολεία και σχεδίαζε να ιδρύσει Πανεπιστήμιο παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Τον Αύγουστο του 1823 εξέδωσε την Εφημερίδα των Αθηνών.


Ο Οδυσσέας οργάνωσε την άμυνα της Αθήνας, έβαλε σε λειτουργία δύο σχολεία και σχεδίαζε να ιδρύσει Πανεπιστήμιο, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας.

     Ο Τ. Λάππας στο έργο του «Οδυσσέας Ανδρούτσος» γράφει: «Δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί πως ο Οδυσσέας ήταν ένα φωτεινό μυαλό, ένας άνθρωπος που ξεπερνούσε κατά πολύ την εποχή του» (σ.196). Λόγω όμως των διώξεων που ακολούθησαν το πνευματικό έργο του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.


Ο πρώτος εμφύλιος
     Λίγο πριν απ’ την έναρξη του εμφυλίου πολέμου ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον Κολοκοτρώνη στον Μοριά και του πρότεινε να κάνουν πραξικόπημα εναντίον του σάπιου ρωμαίικου κατεστημένου και ν’ αναλάβουν οι οπλαρχηγοί την κυβέρνηση. Γράφει ο Φωτιάδης στο έργο του («Καραϊσκάκης» σελ. 168): «Ο Οδυσσέας λογάριαζε σαν αναπόφευκτο τον εμφύλιο πόλεμο και γύρευε αυτοί πρώτοι να χτυπήσουν. Έπρεπε να λείψουν απ’ την μέση οι τουρκοκοτζαμπάσηδες και να δικαιωθεί το κοινωνικό περιεχόμενο της επανάστασης για να σωθεί ο τόπος. Ο Κολοκοτρώνης δίσταζε να το δεχθεί, τρόμαζε μπροστά στην καταστροφή που μπορούσε να ρίξει το έθνος την κρίσιμη εκείνη ώρα ο εμφύλιος πόλεμος. Κι όμως δεν τον απόφυγε. Τα όσα όμως ακολούθησαν δικαίωσαν τον Ανδρούτσο. Οι κοτζαμπάσηδες οι πολιτικάντες και οι Φαναριώτες όταν κατάλαβαν πως οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές γι’ αυτούς κάνανε τον εμφύλιο πόλεμο και τον κέρδισαν».

     Τον Απρίλιο του 1823 στο Άστρος Κυνουρίας συνήλθε η 2η εθνοσυνέλευση. Εκεί ψηφίσθηκε το νέο Σύνταγμα που ήταν αρκετά δημοκρατικότερο του πρώτου. Αποτέλεσμα το ξέσπασμα εμφύλιου πόλεμου. Πρόκειται για εμφύλιο ταξικό πόλεμο των πλουσίων, των Φαναριωτών και των παπάδων, εναντίον των φτωχών και όχι για πόλεμο κάποιων συμφερόντων όπως θέλουν να ισχυρίζονται κάποιοι ιστορικοί. Ο επικίνδυνος Οδυσσέας είχε μετατεθεί στην Πελοπόννησο απ’ τους κυβερνητικούς με σκοπό ν’ αχρηστευθεί. Εκεί έγιναν τρεις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του.


Τα «καπάκια» και η αλήθεια
     Ο Οδυσσέας όπως και άλλοι οπλαρχηγοί μεταχειρίσθηκε αρκετές φορές την μέθοδο «καπάκια», δηλαδή απατηλές διαπραγματεύσεις για δήθεν προσκύνημα και υποταγή στους Τούρκους με σκοπό να τους καθυστερεί όταν ήταν αναγκαίο. Αυτές τις διαπραγματεύσεις οι κοτζαμπάσηδες εχθροί του Οδυσσέα έσπευσαν να τις εκμεταλλευτούν για να τον συκοφαντήσουν, ότι ήταν πουλημένος στους Τούρκους. Παρόμοια ψέματα έγραψαν και οι ιστορικοί ταγοί της Ρωμιοσύνης. Όμως, ο Ν. Σπηλιάδης στο έργο του («Απομνημονεύματα» Β΄, 412) αναφέρει: «Αν ήθελε να κινηθεί κατά της πατρίδος, δεν ήταν δύσκολον να συστρατεύσει με τον Μουστάμπεην και να οδηγήσει τους Τούρκους εις τον πόλεμον. Και τότε ήθελεν αποδειχθεί ότι ήτο εχθρός της πατρίδος. Αλλά αν εφάνη συνενοούμενος με αυτόν δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την Κυβέρνησιν και εν τ’ αυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του».


Αμέτοχος της αλληλοσφαγής
     Το 1824 ο πρωθυπουργός Κωλέττης κοινοποίησε απόφαση του Εκτελεστικού, που καθαιρούσε πάλι τον Ανδρούτσο και διόριζε αρχηγό της Ρούμελης τον Κίτσο Τζαβέλα. Την ίδια εποχή στο Κουτσομάδι της Πελοποννήσου ένας δεύτερος τρομερός εμφύλιος ξεσπά ανάμεσα σε πλούσιους πλοιοκτήτες και κοτζαμπάσηδες για την εξουσία. Μετά την νίκη των πρώτων θα ακολουθήσει το πιο θυελλώδες και άγριο πλιατσικολόγημα των χρονικών του Αγώνα. Πράξεις κτηνώδους βίας, σφαγές, βιασμοί, ληστείες, εμπρησμοί κατά την ηττημένων.

    Ο Οδυσσέας παρέμεινε αμέτοχος αυτής της αλληλοσφαγής. Παραγκωνισμένος και αφορισμένος, πραγματικό ψυχικό ράκος, φάντασμα του ίδιου του εαυτού του βρισκόταν κλεισμένος στην Δρακοσπηλιά του. Η νέα πατρίδα του που δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα που οραματιζόταν, είχε κυριολεκτικά διαλυθεί μέσα σ’ ένα σύννεφο εμφύλιων σπαραγμών. Η αναξιοκρατία και η πλήρη υποταγή της φτωχής τάξης και των ηρωικών πολεμιστών στους πλουσίους και στην Εκκλησία εκτυλισσόταν.

     Την ίδια εποχή που μαινόταν ο Ρωμαίικος εμφύλιος Τούρκοι και Αιγύπτιοι βάδιζαν από κοινού για να συντρίψουν την επανάσταση. Οι δυνάμεις του Τούρκου Ρεσίτ Πασά ή Κιουταχή θα κατέβαιναν μέσω της Ηπείρου και ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ θα αποβίβαζε το στράτευμά του μέσω της θάλασσας στην Πελοπόννησο. Ο Οδυσσέας τότε συνέλαβε ένα παράτολμο σχέδιο. Με τα γνωστά «καπάκια» του προσπαθούσε να πείσει τους Τούρκους του Ομέρ, ότι είναι πλέον σύμμαχοι, για να του ανοίξουν το απόρθητο φρούριο της Χαλκίδας και να λειτουργήσει ως άλλος Δούρειος Ίππος: «Έπρεπε να προσποιηθή ότι υποτάσσεται εις τον Σουλτάνον, ο δε σκοπός της υποταγής του έτεινε εις το να δυνηθή ενωθείς με τον Ομέρ, να λάβη πιστά και να προσπαθήση να κυριεύσει το φρούριον Καραμπαμπά. Ούτως ήλπιζε και εαυτόν ν’ ασφαλίσει επιβουλευόμενον και την πατρίδα να ωφελήσει και την νήσον της Ευβοίας να ελευθερώσει» (Ν. Σπηλιάδης «Απομνημονεύματα» Β΄, 411). Το σχέδιο απελπισίας του Οδυσσέα ήταν μία πρωτοβουλία, για να κυριεύσει το κάστρο και μετά ολόκληρη την Εύβοια και να ξαναβρεί έτσι την χαμένη του αίγλη την ώρα που οι Τούρκοι θα επιτίθεντο με τον Ιμπραήμ. Έτσι θα γινόταν ξανά ο αδιαφιλονίκητος αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων των επαναστατών.


Επιχείρηση: «Κακοδυσσέως η πανήγυρις»
     Ενώ ο Μοριάς παραδιδόταν αμαχητί στον Ιμπραήμ στις 20 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση εξέδιδε διάταγμα για εξαπόλυση μεγάλης στρατιωτικής εκστρατείας 6.000 ανδρών και 12 πλοίων με αρχηγό τον Γκούρα εναντίον του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ρούμελη, με σκοπό την οριστική εξόντωσή του. Η επιχείρηση ονομάστηκε «Κακοδυσσέως η πανήγυρις»! Αντί τα πλοία να χτυπήσουν τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ και ο στρατός να πολεμήσει για να μην πέσουν και τα τελευταία προπύργια της πατρίδας, θα πήγαιναν όλοι μαζί να εξοντώσουν τον «Τουρκοδυσσέα». Απίθανο σχέδιο Ρωμαίικης παραφροσύνης!

     Ο Οδυσσέας παραδόθηκε αμαχητί στον παλιό του φίλο Γκούρα και του εξήγησε, ότι τώρα ήταν πολύ εύκολο να επιτεθούν οι Έλληνες στον Καράμπαμπα και να κατακτήσουν όλη την Εύβοια. Όμως ο Γκούρας δεν ενδιαφερόταν. Σκοπός του ήταν η εξόντωση του Οδυσσέα αφού πρώτα θα του άρπαζε τον θησαυρό. Ο Οδυσσέας συνελήφθη και μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στο μοναστήρι του αγίου Σεραφείμ στον Ελικώνα. Ο γραμματικός του Γεωργαντάς κρυφακούγοντας τους σκοπούς του Γκούρα με κάποιους πιστούς του πολεμιστές προσπάθησαν να τον φυγαδεύσουν από εκεί. Ο Οδυσσέας όμως δεν δέχθηκε. Από εκεί μεταφέρθηκε οδικώς στο φρούριο της Αθήνας, για να μην δραπετεύσει. Η πόλη που κάποτε τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο, τον τίμησε και τον αποθέωσε, τώρα τον ταπείνωνε και τον διαπόμπευε με τον πιο βάρβαρο και εξευτελιστικό τρόπο: «Η υπόληψις αυτού παρά τω λαώ και τους στρατιώτας είχε παντελώς εκπέσει, και οικτράν πλέον μόνον εικόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ο Οδυσσεύς. Αι γυναίκες ερράπιζον αυτόν, το δε πλήθος ολίγου δειν ελιθοβόλει καθ’ οδόν τον ήρωα του Χανίου της Γραβιάς» (Μέντελσον «Ιστορία της Ελλάδος» Αθήναι 1873 σ.461).



Ο Οδυσσέας συνελήφθη και μεταφέρθηκε ως αιχμάλωτος στο μοναστήρι του αγίου Σεραφείμ στον Ελικώνα.

     Εν τω μεταξύ ο Ιμπραήμ προέλαυνε στον Μοριά. Η ανικανότητα της στρατιωτικής διοίκησης χωρίς τον Κολοκοτρώνη και τον Ανδρούτσο επι κεφαλής, είχε οδηγήσει τον Αγώνα στο χείλος της καταστροφής. Οι Τούρκοι συντονισμένα επιτέθηκαν στην Ανατολική Στερεά με τις δυνάμεις του Αμπά και του Μουστάμπεη και στην Δυτική Στερεά με την μεγάλη στρατιά του Κιουταχή.





Ο προδότης Γιάννης Γκούρας, του οποίου τη ζωή είχε σώσει ο Ανδρούτσος, ήταν ο ηθικός αυτουργός και οργανωτής της δολοφονίας του «λιονταριού της Ρούμελης». Από τους ελληνοχριστιανούς ιστορικούς παρουσιάζεται ως υπερασπιστής του Έθνους.
 




     Κάτω απ’ την τεράστια αυτή απειλή δύο ονόματα ακούστηκαν πάλι στον λαό και στους πολεμιστές. Κολοκοτρώνης και Ανδρούτσος. Ο πρώτος έλαβε αμνηστία στις 20 Μαΐου κάτω απ’ την πίεση και την οργή του στρατού, ο δεύτερος όχι. Τότε ο σταυραδελφός του Οδυσσέα ο Καραϊσκάκης πήρε μία απόφαση μαζί με άλλους οπλαρχηγούς να συλλάβουν τον Γκούρα και να τον αναγκάσουν να ελευθερώσει τον Οδυσσέα. Η ανάγκη όμως για την αρχηγία του στρατού δεν άφησε τον Καραϊσκάκη να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Περίμενε άλλωστε ότι ο Οδυσσέας θα δικαζόταν και θα αφηνόταν ελεύθερος όπως έγινε και με τον Κολοκοτρώνη και με τον ίδιο. Η κυβέρνηση κάτω απ’ τις λαϊκές πιέσεις για απελευθέρωση του Οδυσσέα έστειλε δύο φορές τελεσίγραφο εντολή στον Γκούρα να μεταφέρει τον αιχμάλωτο Οδυσσέα στην Ακροκόρινθο όπου τυπικά θα δικαζόταν. Εκείνος όμως αρνήθηκε και τις δύο.

    
Η αποτρόπαια δολοφονία
  Την νύχτα της 5ης Ιουνίου του 1825 με εντολή του πρώην αδελφικού φίλου του Οδυσσέα Γκούρα, οι Μήτρος Τριανταφυλίνας ο Παπακώστας Τζαμάλας ο Γιάννης Μαμούρης και ένας παπάς αγνώστων στοιχείων έγιναν οι δήμιοι του Οδυσσέα: «Η ανάμιξη δε του ανόσιου ιερέως εις το έγκλημα η αναφερόμενη υπό του Σουρμελή, μαρτυρείται υπό της παραδόσεως, αναφέρεται δε και αλλαχού» (Μπάμπης Άννινος «Ιστορικά Σημειώματα» σ.87). Τα βασανιστήρια του Οδυσσέα κράτησαν ώρες ατελείωτες. Εκείνοι ρωτούσαν για να τους πει που έκρυβε τον θησαυρό του.


Μετά από ώρες κακοποίησης κι ενώ οι άλλοι τον ακινητοποίησαν ο ανελέητος παπάς εφάρμοσε την μέθοδο του στριψίματος των όρχεων.
     Μετά από ώρες κακοποίησης κι ενώ οι άλλοι τον ακινητοποίησαν ο ανελέητος παπάς εφάρμοσε την μέθοδο του στριψίματος των όρχεων. (Με το μένος που έτρεφαν οι παπάδες για τους όρχεις το γυμνό σώμα και για τον έρωτα, ακρωτηριάσθηκαν χιλιάδες αγάλματα του αρχαίου κόσμου απ’ τους Χριστιανούς). Ακολούθησε ένα ουρλιαχτό πόνου ένα βογκητό σπαρακτικό και μία σειρά από αναστεναγμούς. Ο Οδυσσέας άφησε την τελευταία του πνοή. Τότε τον έδεσαν από ένα σχοινί και τον πέταξαν πάνω απ’ το φρούριο για να φανεί σαν ατύχημα. Το πρωί οι σκοποί αντίκρισαν ένα σωρό από σακατεμένες σάρκες που δύσκολα έμοιαζε για άνθρωπος. Η δολοφονία καλύφτηκε από την Αστυνομία με την ψεύτικη έκθεση του Ιατροδικαστή για δήθεν ατύχημα. Δεκατρείς ημέρες μετά την δολοφονία του Οδυσσέα η κυβέρνηση έδωσε γενική αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους λόγω της λαίλαπας του Ιμπραήμ και του Κιουταχή. Αλλά η μοίρα στάθηκε για ακόμα μία φορά κακή στον Ανδρούτσο όσο και οι συνάνθρωποί του. Δολοφονήθηκε χωρίς να δικαστεί, άνανδρα και άδικα.
   
     Τι θα είχε γίνει αν ο Οδυσσέας είχε την κρατική βοήθεια και την ελευθερία των κινήσεων για ν’ αναχαιτίσει τους Τούρκους που τον έτρεμαν; Θα είχαν ανατραπεί τα σχέδια των Τούρκων μέχρι το 1822, θα είχε πέσει η Εύβοια και η Ρούμελη θα ήταν σωστά στερεωμένη. Η Εύβοια έμεινε στα χέρια των Τούρκων μέχρι τέλους. Και για να την αποκτήσει το Νεοελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση αναγκάστηκε να την ανταλλάξει με την Σάμο θυσιάζοντας το μεγάλο αυτό νησί.



 






Τα Προπύλαια, ο Ναός της Απτέρου Νίκης και ο Φράγκικος Πύργος, απ’ όπου έρριξαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σε λιθογραφία της εποχής (Du Moncel).


     Αλλά η δολοφονία ενός ανθρώπου που προετοιμαζόταν με πολλούς δόλιους τρόπους απ’ το 1822, προικισμένου με στρατηγικό μυαλό και ανδρεία, με κύρος στον λαό και στους πολεμιστές σε κρίσιμες στιγμές που η επανάσταση διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο, αποτέλεσε έγκλημα κατά της ίδιας της πατρίδας. Γράφει ο Μπάμπης Άννινος στο έργο του («Ιστορικά Σημειώματα» σελ.89) γι’ αυτό: «Τις δύναται να προΐδη τι θα συνέβαινεν εάν ο Καραϊσκάκης είχεν ως συνεργόν τον Οδυσσέα, εις την τελευταίαν αυτού αθάνατον εκστρατείαν και πόσα άλλα τρόπαια Αραχώβης και Διστόμου δεν θα εγείρεντο υπ’ αυτών εν τη Ανατολική Ελλάδι; Εάν την αποφράδα ημέρα καθ’ ήν ο Καραϊσκάκης έπιπτεν εν Φαλήρω, ευρίσκετο ο σθεναρός βραχίων του μπρατίμου του, του Οδυσσέως, ν’ αναλάβει την αρχηγίαν, η Ελλάς δεν θα ελιποψύχει, η Επανάστασις δεν θα εψυχορράγει, δεν θα επήρχετο εκ της αγερώχου επιπολαιότητος του Κόχραν η φοβερά παρά τον Ανάλατον εκατόμβη, καθ’ ήν εθυσιάσθει το άνθος των αλκίμων προμάχων της Πατρίδος, δεν θα ανεστήλου ο Κιουταχής την ημισέληνον επί των επάλξεων της Ακροπόλεως και η Ελλάς καταθέσασα το ξίφος θα απέκτα ίσως την ελευθερίαν αυτής υπό πολύ κρείττονας όρους».

     Οι ταγοί ιστορικοί του Ρωμαίικου κατεστημένου έχυσαν άφθονο δηλητήριο με τις πένες τους εναντίον του Οδυσσέα μετά τον θάνατό του. Πολλοί καπεταναίοι εκδιώχθηκαν απ’ τους κοτζαμπάσηδες, αφορίστηκαν ή προδόθηκαν απ’ τους παπάδες και φυλακίστηκαν. Όμως τέτοιον συνεχόμενο και ανηλεή αφανιστικό διωγμό δεν τον υπέστη κανείς άλλος παρά μόνον ο Ανδρούτσος. Ο λόγος είναι ότι ο Οδυσσέας υπήρξε ένα πολύ σπουδαίο και ελεύθερο μυαλό που μπόρεσε να δει μέσα από το μάτι της βελόνας για τα μελλούμενα που θ’ ακολουθούσαν. Αντιλήφθηκε, αντιστάθηκε και πολέμησε το κράτος φιάσκο της Ρωμιοσύνης που στηνόταν εις βάρος πάλι του ταλαίπωρου λαού. Ήταν πραγματικά ένα ελεύθερο πνεύμα πολύ μπροστά απ’ την εποχή του, ένας μεγάλος ήρωας πολεμιστής και κατ’ εξοχήν λαϊκός επαναστάτης, πολύ μορφωμένος, διαχρονικό πρότυπο για κάθε ελεύθερο και σκεπτόμενο άνθρωπο.

     Σ’ ένα απόσπασμα μιας επιστολής του Οδυσσέα που έστειλε στον Βρεταννό συνταγματάρχη Στάνχωπ φαίνεται η ακραία απελπισία του αλλά και η ωμή αλήθεια γι’ αυτό που έμελλε να συντελεστεί: «…Σας λέγω δε, ότι προς ασφάλειαν της ζωής μας ως τελευταίον καταφύγιον δεν έχομεν άλλο μέσον παρά να προσπέσωμεν εις το έλεος των Τούρκων, τόσον ημείς όσο και ο ατυχέστατος λαός της Ελλάδος, όστις φεύγων απ’ τον έναν ζυγόν και βλέπων ότι θα πέσει εις χειρότερον, προτιμά τον πρώτον από τον δεύτερον». Διαβλέπει δηλαδή ότι το Ρωμαίικο κράτος δυνάστης, που φτιαχνόταν ήταν χειρότερο του Τουρκικού! Παρόμοια διαπίστωση με αυτή του άλλου μεγάλου Έλληνος του Αδαμαντίου Κοραή: «Ω! ταλαίπωρη Ελλάς δεν ανέστης εκ του τάφου, απλώς ήλλαξες τάφον, απ’ τον Τουρκικόν εις τον Χριστιανικόν».

* * *
  Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι για τον διαγωνισμό ανάμεσα στους 100 μεγαλύτερους Έλληνες που ψηφίστηκαν πρόσφατα σε τηλεοπτικό κανάλι, ο Οδυσσέας (όπως και άλλοι σπουδαίοι και πραγματικοί Έλληνες) δεν υπήρχε πουθενά. Ο σημερινός λαός ραγιάς στην πραγματικότητα κοιμισμένος και απωχαυνωμένος απ’ τα ιστορικά ψεύδη που του σερβίρουν οι Ρωμιοί ταγοί του τσαλαπατάει σαν μεθυσμένος μέσα στον βούρκο της σήψης και της παρακμής. Η δε σημερινή Ρωμιοσύνη ως άλλος Λεβιάθαν, κατατρώγει όλα τα άξια τέκνα της.

     Ένα σχιζοφρενικό ελληνοχριστιανικό κράτος (δηλαδή θύματα και θύτες ενωμένα σε μία οντότητα), που βυθίζεται ασταμάτητα στην αναξιοκρατία, στην υποκρισία στην διαφθορά και στην παρακμή που το ίδιο δημιούργησε. Ένα ακόμη απ’ τα πολλά άξια και σπουδαία θύματά του, υπήρξε και το λιοντάρι ή ο αετός της Ρούμελης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.


                                                                           Βασίλειος Μαυρομμάτης



Διαβάστε επίσης: 
read more “ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ: Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΜΑΙΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΄21”