Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ακρόπολη, 27 Απριλίου 1941. Ποιος θυμάται τον Κουκίδη;




Γράφει ο Γιώργος Μαλούχος 
Ήταν σαν σήμερα πριν από εβδομήντα χρόνια, όταν η Βέρμαχτ έμπαινε στην Αθήνα. Ηταν Κυριακή του Θωμά, η μέρα που ενέπνευσε και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», το μέγα τραγούδι του Τσιτσάνη.
Κυρίως όμως, ήταν η μέρα που ο εύζωνας φρουρός της Ακρόπολης, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, δεν άντεξε την ντροπή της παράδοσης του Ιερού Βράχου στο Γερμανό αξιωματικό και, αντί να υποστείλει την ελληνική σημαία για να την παραδώσει όπως τον είχε διατάξει ο διοικητής της γερμανικής φρουράς, την υποστέλλει τραγουδώντας μόνος μπροστά τους Γερμανούς τον εθνικό ύμνο, τυλίγει με αυτή το σώμα του και αυτοκτονεί πέφτοντας στο κενό. 
read more “Ακρόπολη, 27 Απριλίου 1941. Ποιος θυμάται τον Κουκίδη;”

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΡΚΟΛΑΓΝΟΥΣ



Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης

Στις 15 Μαρτίου 1921, λίγα χρόνια μετά την μεγάλη σφαγή -γενοκτονία των Αρμενίων, λίγο πριν από την μεσημέρι, ο Αρμένιος πατριώτης Soghomon Tehlirian, ύστερα από συστηματική παρακολούθηση δέκα ημερών, έκρινε πως έφτασε η κατάλληλη στιγμή να εκτελέσει το σχέδιο του. Στην οδό Χίντεμπουργκ, σε ένα προάστιο του Βερολίνου, κάνει ανύποπτος την συνηθισμένη του βόλτα ντυμένος ευρωπαϊκά και ακολουθούμενος σε απόσταση μερικών μέτρων, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, από την σύζυγο του, ο οργανωτής του φρικιαστικότερου εγκλήματος στην ιστορία της εξόντωσης των 1.500.000 Αρμενίων, ο άλλοτε υπουργός εσωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, Talat Pascha. Ο Τεχλιριάν ξεκίνησε από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασταυρώνεται με τον Ταλαάτ, τον προσπερνάει και επιβραδύνει το βήμα του. Ξαφνικά γυρίζει πίσω και τον κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν ο πόνος μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Τεχλιριάν ήταν ήσυχος και η συνείδηση του ήταν ήρεμη.
read more “ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥΡΚΟΛΑΓΝΟΥΣ”

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ : Η Ιστορία της Αουρόρα Μαρντιγκανιάν


Η απίστευτη ιστορία μιας Αρμένισσας που γλίτωσε από τη Γενοκτονία που οι Τούρκοι αρνούνται



Η Αουρόρα Μαρντιγκανιάν κατά την αρμενική γενοκτονία του 1915 ήταν ένα μικρό κορίτσι στα 14 του χρόνια. Πρώτα υπήρξε μάρτυρας της σφαγής της οικογένειας της μπροστά στα...
μάτια της.

Ακολούθως σε ένα σκλαβοπάζαρο πουλήθηκε σε έναν αγά. Από εκεί διέφυγε και της πήρε περίπου ένα χρόνο για να φτάσει στις θεωρούμενες ως ασφαλείς για τους Αρμένιους ρωσικές γραμμές.
Στις ΗΠΑ όπου κατάφερε να φτάσει, γύρισε αργότερα μια ταινία για την ιστορία διαφυγής της, ενώ σε όλη της την ζωή έλεγε πως παρέμεινε στην ζωή χάρη στους Κούρδους του Ντέρσιμ.
read more “ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ : Η Ιστορία της Αουρόρα Μαρντιγκανιάν”

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

«Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος: ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου» του Ευάγγελου Αθηναίου



"ο Καπετάν Αντρέας Ζέπος"

Παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Αθηναίου, «Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος: ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου», εκδόσεις Μουρούσια, Πειραιάς 2012.

«Όλοι καλάρουνε / μα δε πιάνουν ψάρια, / καλάρ’ ο Ζέπος / και πιάνει καλαμάρια…». Ακούγοντας το όμορφο νησιώτικο τραγούδι του μικρασιάτη Γιάννη Παπαϊωάννου (1913-1972), πίστευα ότι ο Ζέπος ήταν ο πιο τυχερός ψαράς! Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ την καταπληκτική ιστορία του, ότι ψάρευε στο Νέο Φάληρο ή ότι σύχναζε «στου Μπελαμί το ουζερί» (κεφ. 23) στην Παναγιά τη
Μυρτιδιώτισσα, εκεί που και εγώ πήγα σχολείο. Όλα αυτά καταγράφει με εξαιρετική ενάργεια και νοσταλγική διάθεση ο Ευάγγελος Αθηναίος, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Φάληρο ενώ είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστραφεί από κοντά, όχι μόνον τον καπετάν-Αντρέα αλλά και όλη την παρέα του. Ας ακολουθήσουμε, όμως, τη ζωή του καπετάνιου, όπως την αφηγείται ο συγγραφέας στο βιβλίο του, που συνοδεύεται από όμορφη εικονογράφηση.

Βίος και πολιτεία 

Στο τέλος του 19ου αιώνος, η περιοχή του Νέου Φαλήρου είχε μετατραπεί σε κοσμική λουτρόπολη με εντυπωσιακά ξενοδοχεία. Ακριβώς την ίδια περίοδο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου πελάγους, στο Αϊβαλί, οι εύποροι Έλληνες δημιούργησαν και αυτοί μια λουτρόπολη έξω από την πόλη τους που επίσης ονόμασαν Νέο Φάληρο, κατ’ απομίμηση του πειραϊκού· εκεί συναντούμε τον μικρό Αντρέα Ζέπο. Ο πατέρας του Στράτος, ήταν έμπορος, αλλά μια μέρα ήρθαν οι Τούρκοι, του έσπασαν το μαγαζί και τον πήραν μαζί με άλλους Έλληνες· δεν τον ξαναείδαν πια. Η μητέρα του, η

κυρά-Παρασκευή, έγκυος κιόλας, μάζεψε ό,τι μπορούσε, πήρε από το χέρι και τον Αντρέα και κατέφυγαν σε ένα σπίτι με μποστάνι που είχαν έξω απ’ την πόλη για ασφάλεια. Η κυρά-Παρασκευή γέννησε λίγο αργότερα κορίτσι που βαφτίστηκε Στρατούλα, αλλά η ζωή κυλούσε δύσκολα. Ο Αντρέας βρέθηκε, λοιπόν, μούτσος στον «Ταξιάρχη», στο καΐκι του καπετάν-Στέλιου, συγγενή της μητέρας του. Ο «Ταξιάρχης» ήταν από τα μεγαλύτερα ψαράδικα της περιοχής και ο καπετάν-Στέλιος μεγάλος δάσκαλος και καλός άνθρωπος. Έλεγε αργότερα ο καπετάν-Αντρέας: 
«Την πρώτη φορά που πήρα το μερτικό μου απ’ το ψάρεμα, λίγες μπαγκανότες στη χούφτα κι ένα διχτάκι ψάρια, σε λίγα λεπτά έκανα τη σχετικά μεγάλη απόσταση από το λιμάνι στο σπίτι μου. Κυριολεκτικά πετούσα… Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου που πήγαινα για πρώτη φορά στη μάνα λίγα λεφτά και ένα διχτάκι ψάρια. Νόμιζα ότι είχα γίνει άντρας. Εκείνο που πρέπει να σας πω ξεχωριστά… είναι η χαρά που πήρα μόλις τ’ αφεντικό μου [ο καπετάν-Στέλιος] με πλήρωσε. Η χαρά μου όμως δεν ήταν ότι θα ξόδευα αυτά τα χρήματα για τον εαυτό μου… αλλά γιατί θα τα πήγαινα προσφορά στη μάνα μου» (σελ. 20). 
    Ο καπετάν-Στέλιος, μια μέρα που πήγε να πουλήσει ψάρια στη Σμύρνη, κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν καλή. Επιστρέφοντας στο Αϊβαλί μαζεύει τη γυναίκα του, την κυρά-Ζωή, την οικογένεια Ζέπου και φεύγουν το βράδυ. Βάζουν πλώρη για Πειραιά αλλά όταν φτάσαν στον Σαρωνικό, ο καιρός τους έριξε στην Αίγινα. Στην Αίγινα άφησαν τις γυναίκες σε ένα μοναστήρι που φιλοξενούσε
Καπετάν Ανδρέας Ζέπος
πρόσφυγες, και ο καπετάν-Στρατής με τον Αντρέα ξεκίνησαν στον «Ταξιάρχη» να αναγνωρίσουν τα νερά. Σύντομα κατάφεραν να βγάζουν γερό μεροκάματο και νοίκιασαν ένα παλιό μικρό σπιτάκι με δύο δωμάτια κοντά στην παραλία όπου ζούσαν όλοι μαζί:
«Δεν πέρναγε μέρα χωρίς η κυρά-Παρασκευή να μην γονατίσει στην εικόνα της Παναγιάς που έφερε απ’ την πατρίδα. Προσευχόταν και ευχαριστούσε για το πόσο γρήγορα και καλά τακτοποιήθηκαν» (σελ. 57). 
    Η κυρά-Ζωή όμως, που ήταν πάντα ασθενική, πέθανε λίγο αργότερα, και ο καπετάν-Στέλιος σύντομα την ακολούθησε. Στην κυρά-Παρασκευή παραχωρήθηκε ένα μικρό διαμέρισμα στις προσφυγικές πολυκατοικίες του Τουρκολίμανου και έτσι ο καπετάν-Αντρέας βρέθηκε στον Πειραιά. Πούλησε τον «Ταξιάρχη», που ήταν ακατάλληλος για ψάρεμα στο Φάληρο, και αγόρασε ένα δυνατό τρεχαντήρι, τέτοιο που κανείς άλλος δεν είχε στην περιοχή αφ’ ου μπορούσε να ψαρεύει βαθύτερα και να καλάρει τουλάχιστον δύο φορές περισσότερες από τους άλλους ψαράδες. Δυστυχώς, με τον θάνατο της κυρά-Παρασκευής λίγο αργότερα, χάνει και τον έλεγχο του ποτού. 

    Γρήγορα γίνεται ο πρώτος ψαράς του όρμου του Φαλήρου, τα κονόμησε και απέκτησε μεγάλη φήμη ως ένας από τους διασημότερους γλεντζέδες· όσα έβγαζε, κάθε βράδυ τα ακούμπαγε. Σύχναζε στην ταβέρνα του Καούδη στις Τζιτζιφιές, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Άφηνε μάλιστα αρκετά χρήματα, ώστε ο Παπαϊωάννου, που «χαιρόταν όταν τον έβλεπε», έγραψε γι’ αυτόν στην κατοχή το πασίγνωστο τραγούδι λόγω του οποίου τον θυμόμαστε και εμείς σήμερα. Φαντάζομαι τον καπετάν-Αντρέα να σηκώνεται να χορέψει το τραγούδι του, και από κάτω να χειροκροτούν και να φωνάζουν: «άιντα λεβέντη καπετάνιο, να ζήσεις!»

Ο καπετάνιος υπήρξε μεγάλος γλεντζές και πότης· όταν οι άλλοι έπιναν καφέ, αυτός έπινε ούζο. Γρήγορα κατέληξε αλκοολικός, και ο ίδιος ποτέ δεν προσπάθησε να το κρύψει ή να δικαιολογηθεί. Άσωτος όμως, ο καπετάνιος δεν ήταν· ούτε χαρτόπαιζε, ούτε εκμεταλλεύτηκε κανέναν, ούτε ήταν χασικλής, ούτε γυναικάς – μόνον πότης και γλεντζές. Αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν ξέχασε ποτέ ότι και ο ίδιος ήταν πρόσφυγας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να τον θυμόμαστε μόνον ως γλεντζέ, αλλά και ως φιλάνθρωπο. Πάντρεψε πολλές ορφανές κοπέλες που δεν είχαν κουμπάρο να τις στεφανώσει, βάφτισε πολλά αβάπτιστα που λόγω της φτώχειας δεν είχαν τα απαραίτητα για το μυστήριο, τάισε τη χήρα και το ορφανό· ακόμη και στις γάτες έδινε τα πατημένα ψάρια για να φάνε (σελ. 277-278). Κυρίως όμως, στη μεγάλη πείνα της κατοχής, βοήθησε κόσμο και ντουνιά. 
    Το 1941 οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τον Πειραιά και οι κάτοικοι αναγκάζονται να καταφύγουν στην Αθήνα. Περνώντας απ’ το Φάληρο, πολλοί ηλικιωμένοι έμειναν εκεί διότι δεν μπορούσαν άλλο να περπατήσουν. Ο καπετάν-Αντρέας δίνει αλεύρι στον φούρνο απ’ τ’ απόθεμά του, και μοιράζει ψωμί.
Το καΐκι του έφερε μεγάλα ψάρια, διότι είχαν σκοτωθεί από τις εκρήξεις και επέπλεαν στο νερό και, αντί να τα πουλήσει, τα βράζει και τα μοιράζει συσσίτιο (σελ. 77-79).
    Στην κατοχή έσωσε πολύ κόσμο:
«Την παλάντζα και το καντάρι τα χρησιμοποιούσε μόνο όταν πουλούσε στους ψαρέμπορους της αγοράς και στους μανάβηδες-μεταπράτες. Όταν είχε εκεί στην αμμουδιά τις ατέλειωτες σειρές των πεινασμένων που είχαν στο χέρι τους ένα τσίγκινο πιάτο, μια κατσαρολίτσα ή ένα μαστραπά, ποτέ δεν ζύγιζε. Είχε μπροστά του το τελάρο και δίπλα του ένα καλάθι. Κανονισμένες δύο χούφτες διπλές έβαζε στο κάθε πιάτο, λες και ήταν συσσίτιο. Ο κόσμος έριχνε ό,τι κατοχικά λεφτά είχε, αν είχε, στο καλάθι…» (σελ. 281). 
    Στα Δεκεμβριανά, διεξήχθησαν μεγάλες μάχες μεταξύ Άγγλων και Ελασιτών στο Νέο Φάληρο. Κάθε μεσημέρι, που γινόταν μια άτυπη ανακωχή, ο καπετάν-Αντρέας μαζί με δύο-τρία παλικάρια μάζευαν τους τραυματίες Ελασίτες (οι Άγγλοι μάζευαν τους δικούς τους) και τους πήγαιναν σε ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο. Τους νεκρούς Άγγλους που έβρισκαν, τους πήγαιναν έξω από τον στρατώνα τους, και τους Ελασίτες στην παραλία όπου τους έθαβαν φτωχικά, αλλά αξιοπρεπώς (κεφ. 15). Οι ευεργεσίες του καπετάνιου, δεν μπορούν να εξαντληθούν σε λίγες γραμμές ενώ το βασικότερο, ότι έδινε ελπίδα σε όλους τους δυστυχισμένους και πεινασμένους, δύσκολα περιγράφεται – και ακόμη δυσκολότερα ανταποδίδεται.

Μετά την κατοχή, η έντονη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση της περιοχής είχε ως συνέπεια τη μόλυνση των φαληρικών υδάτων και το ψάρεμα, πλέον, ήταν αδύνατο. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει στο Τουρκολίμανο και να ψαρεύει στα ανοικτά, αλλά το ψάρεμα εκεί ήταν πολύ δύσκολο, πολύ κουραστικό και δεν απέφερε πάντα κέρδος· απ’ το πολυπληθές τσούρμο του, κράτησε μόνον

δύο-τρία παλικάρια. Τα χρόνια όμως είχαν περάσει, ο καπετάνιος είχε βαρύνει (χώρια που ήταν και αλκοολικός) ενώ μεροκάματο δεν έβγαινε· δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο αυτή τη δουλειά. Περί το 1955 αποφασίζει να δουλέψει ως μανάβης, να παίρνει ψάρια από τα καΐκια και να γυρίζει να τα 
πουλήσει. Αντί να γυρνάει τις γειτονιές όμως, αξιοποίησε τις γνωριμίες του και πήγαινε ψάρια σε όλες τις ταβέρνες και τα εστιατόρια. Ούτε πάλι, όμως, έβγαζε μεροκάματο γιατί οι ταβέρνες δενπλήρωναν. Του ’λεγαν «έλα τη Δευτέρα μετά το Σαββατοκύριακο που θα ’χουμε δουλειά» αλλά ούτε τη Δευτέρα πλήρωναν γιατί «δεν ήρθε κόσμος». Όμως, και ο ίδιος ο καπετάνιος δεν είχε πια τη δύναμη να γυρίζει την πόλη με τα πόδια και τα βαριά καλάθια· είχε μεγαλώσει. 
    Παίρνει, λοιπόν, ένα καλάθι ψάρια, και στέκεται έξω από τον ηλεκτρικό στο Φάληρο. Βγάζει μικρό μεροκάματο αλλά η πληρωμή γίνεται τουλάχιστον τοις μετρητοίς και όχι όπως στις ταβέρνες. Όταν τελειώνει νωρίς, ψαρεύει μόνος του χταπόδια και τα πουλά την επομένη. Έβαλε μάλιστα και μια ταμπέλα: «Ψάρια απ’ τον καπετάν-Αντρέα Ζέπο». Τα λεφτά δεν έφταναν όμως, και η γυναίκα του, η κυρά Κατίνα, αναγκάζεται να ξενοδουλέψει. Τυχερή στην ατυχία της, την παίρνει βοηθό στο σπίτι της η Φανή, η γυναίκα του λογοτέχνη Κώστα Σούκα. Η Φανή ευεργετήθηκε από τον καπετάνιο όταν στην κατοχή της έδινε, μαζί με τόσους άλλους, από μια χούφτα ψάρια και επιβίωσαν. Γρήγορα ο καπετάνιος συνδέθηκε με τη φιλολογική συντροφιά του Σούκα, η οποία τον δέχθηκε με σεβασμό και αγάπη· εκεί τον γνώρισε και ο Ευ. Αθηναίος. Απ’ αυτούς τους ανθρώπους βρήκε μια αναγνώριση για όσα έκανε στην κατοχή. Εντυπωσίαζε μάλιστα τη συντροφιά, με την έντονη φιλοσοφική του διάθεση, εκείνη την εποχή των γηρατειών του, όταν σκεπτόταν τα παλιά: 
«Είμαι από κείνους τους ανθρώπους που δεν ξεχνούν να θυμούνται το καλό που τους έκαναν. Δεν είμαι σαν κάποιους άλλους, που θυμούνται πάντα να ξεχνούν» (σελ. 287).
    Αλλά είχε πια μεγαλώσει: «περί το τέλος του 1969 ο καπετάν-Αντρέας άνοιξε τα πανιά του και έφυγε».
Ας ολοκληρώσουμε με δύο πληροφορίες που συλλέξαμε γράφοντας αυτό το κείμενο.
    Το καΐκι του, που είχε το όνομα της γυναίκας του, η «Αικατερίνη», εξακολουθεί να ταξιδεύει. Στη σειρά ντοκυμαντέρ της Ν.Ε.Τ. «Αιγαίο νυν και αεί», στο επεισόδιο «Αέρας στα πανιά μας», βλέπουμε με αρκετές λεπτομέρειες την «Αικατερίνη», που πλέον ονομάζεται «Ζέπος». Ακούμε μάλιστα και τον
Παπαϊωάννου να μιλάει για τον καπετάν-Αντρέα. Ο Παπαϊωάννου δεν ξέχασε τον φίλο του, και αμέσως μετά τον θάνατό του, του αφιέρωσε ένα ακόμη τραγούδι, το «Ο Ζέπος εκουράστηκε», ένα ζεϊμπέκικο σε πένθιμο ρυθμό, που τραγούδησε ο Βαγγέλης Περπινιάδης: «Τα ταβερνάκια γύρισε / για τη στερνή του τσάρκα / και καπετάνιος μπάρκαρε / στου Χάροντα τη βάρκα…».

Το τραγούδι 

Ακόμη και όσο ζούσε ο καπετάν-Αντρέας, το τραγούδι του Παπαϊωάννου ήταν πασίγνωστο· μάλιστα, ο Μάνος Χατζηδάκης διασκεύασε ορχηστρικά τον «Ζέπο» στον δίσκο του «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» το 1962.Προσωπικά, χωρίς να έχω ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις, πάντα πίστευα ότι ο «Ζέπος» είναι παραδοσιακός νησιώτικος χορός. Επί πλέον, διαβάζοντας το βιβλίο του Ευ. Αθηναίου, συνειδητοποίησα ότι οι στίχοι του είναι αυθεντικά λαϊκοί με την έννοια ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι στίχοι δημοτικού τραγουδιού αφ’ ου διασώζει (και μάλιστα με συνοπτική ακρίβεια) την ιστορία ενός υπαρκτού προσώπου, όπως συνήθως συμβαίνει στα δημοτικά μας τραγούδια.
    Ας μελετήσουμε, λοιπόν, το τραγούδι, σε συνάρτηση με τις πληροφορίες του βιβλίου:

«Μια ψαροπούλα / είναι αραγμένη / μπρος στ’ ακρογιάλι / το Ζέπο περιμένει»
    Τις «ψαροπούλες», τα ψαροκάικα δηλαδή, τις αράζουν βέβαια μπροστά στην ακρογιαλιά. Ο καπετάν-Αντρέας όμως, την άραζε ακόμη και μπροστά στην άμμο του μαγαζιού που έπαιζε ο Παπαϊωάννου (σελ. 196).

«Καπετάν-Αντρέα Ζέπο / χαίρομαι όταν σε βλέπω»
    Ο Ζέπος επισκεπτόταν το μαγαζί του Παπαϊωάννου και άφηνε αρκετά χρήματα, γι’ αυτό και ο Παπαϊωάννου «χαιρόταν όταν τον βλέπει». Μάλιστα, συχνά τραγούδαγε: «καπετάν-Αντρέα Ζέπο / βαλ’ το χέρι στο γελέκο» διότι ο Ζέπος έβγαζε από τη τσέπη του γιλέκου χρυσές λίρες (σελ. 73).

«Όλοι καλάρουνε / μα δε πιάνουν ψάρια, / καλάρ’ ο Ζέπος / και πιάνει καλαμάρια»
    Ο Ζέπος αγόρασε ένα ευέλικτο τρεχαντήρι με μηχανή ντίζελ, την «Αικατερίνη», που έκανε τέσσερις με πέντε καλάδες την ημέρα μέχρι 1.200 μέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι, όταν οι υπόλοιπες βάρκες (με τα κουπιά) έκαναν δύο καλάδες την ημέρα μέχρι 400 μέτρα απ’ το γιαλό (σελ. 60-61). Οι άλλες βάρκες, που είχαν μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ τους, δεν έπιαναν πάντα καλό μεροκάματα. Ο καπετάν-Αντρέας όμως, καθώς ψάρευε μόνος του, πάντα γέμιζε τον σάκο.

«Έγια μόλα έγια λέσα / έχει ο σάκος ψάρια μέσα»
    Το «έγια μόλα έγια λέσα» είναι παράγγελμα όταν τραβάμε κουπί. Ο σάκος πέφτει στη θάλασσα και σ’ αυτόν συγκεντρώνονται τα ψάρια, οπότε πρέπει να κωπηλατήσει το πλήρωμα για να τραβήξει η τράτα τον σάκο και να μαζευτούν τα ψάρια. Ο Ζέπος είχε μηχανοκίνητη βάρκα, αλλά επειδή στην κατοχή η βενζίνη σπάνιζε, ίσως σε κάποια σημεία του ψαρέματος το πλήρωμα κωπηλατούσε. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο Παπαϊωάννου να χρησιμοποιεί το ναυτικό αυτό παράγγελμα απλώς για να προσδώσει εντονότερα το θαλασσινό στοιχείο στο τραγούδι του.

«Μέσα στο τσούρμο του / ειν’ όλοι οι πότες / εξ ειν’ απ’ την Κούλουρη / κι εξ’ Αϊβαλιώτες»
    Η απόδοση «ειν’ όλοι ιππότες» που τραγουδιέται συχνά, φαίνεται λανθασμένη, καθώς η λέξη «ιππότες» είναι άσχετη· αντιθέτως, η λέξη «πότες» ταιριάζει επακριβώς…
    Πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, στο Φάληρο ψάρευαν Κουλουριώτες (Σαλαμίνιοι) – η γυναίκα του Ζέπου καταγόταν από μια απ’ αυτές τις οικογένειες. Μετά κατοίκησαν στο Τουρκολίμανο πρόσφυγες από τ’ Αϊβαλί που δούλευαν στις τράτες του Φαλήρου (σελ. 66-68). Το τσούρμο των δώδεκα ατόμων ίσως φαίνεται υπερβολικό· εν τούτοις, χρειάζονταν οκτώ με δώδεκα ναύτες για να βγάλουν την ψαροπούλα στη στεριά (σελ. 65), ξέχωρα το πλήρωμα στην τράτα.

«Αστακούς και καραβίδες / που’ ναι για τους μερακλήδες / έγια μόλα έγια λέσα / έμπα στη βαρκούλα μέσα».
    Ο Ζέπος, ό,τι εκλεκτότερο έπιανε στην καλάδα (μεγάλες γαρίδες, καλαμάρια κτλ.), δεν το πούλαγε αλλά το ’τρωγε μαζί με τους φίλους του (σελ. 88, πρβλ. 268). Πάντως, οι δύο πρώτοι στίχοι της τελευταίας στροφής ίσως είναι μεταγενέστεροι, γιατί δεν υπάρχουν στην πρώτη εκτέλεση του Παπαϊωάννου το 1946. Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι ο Βαγγέλης Περπινιάδης τραγούδαγε: «καλαμάρια και γαρίδες / που τα τρων’ οι μερακλήδες». Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι δύο αυτοί στίχοι φαίνονται ασύνδετοι με το υπόλοιπο τραγούδι αλλά δεν αποκλείεται να τους προσέθεσε ο ίδιος ο Παπαϊωάννου αργότερα σε κάποια άλλη περίσταση.

    Είναι εντυπωσιακό ότι όλοι οι στίχοι του τραγουδιού ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα χωρίς υπερβολές, όπως σαφώς συνάγεται από τα χωρία του βιβλίου στα οποία παραπέμπουμε. Όσα αναφέραμε συνοψίζει με τον καλλίτερο τρόπο ο Μίκης Θεοδωράκης: όταν άκουσε για πρώτη φορά τον «Ζέπο», εξόριστος στην Ικαρία, εντυπωσιάστηκε από τον καθαρό λαϊκό στίχο που μπορεί να έχει ένα τραγούδι για μπουζούκι (σελ. 188). Στο σημείο αυτό έγκειται η έμπνευση του Παπαϊωάννου και η διαχρονικότητα του τραγουδιού.

Ο συγγραφέας 

Ο Ευάγγελος Ν. Αθηναίος είναι Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής, υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Ασχολήθηκε με τη ναυτιλία επαγγελματικά και επιστημονικά με σωρεία δημοσιεύσεων,αλλά αφιερώθηκε στην εκπαίδευση καθώς ίδρυσε και λειτουργεί μαζί με τη σύζυγό του Ελένη Γκάτσου τα γνωστά εκπαιδευτήρια «Παιδαγωγική Birds».

γράφει ο Βασίλης Σ. Ε. Τσίχλης, Δικηγόρος Πειραιώς  
(Αναδημοσιεύεται χάρις την άδεια του συγγραφέα τον οποίο και ευχαριστώ προσωπικά.  Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό«Δικηγορική Επικαιρότητα», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, τ. 116, 1ο τρίμηνο 2013)
read more “«Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος: ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου» του Ευάγγελου Αθηναίου”

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου - 10 Απριλίου του 1826


10 Απριλίου του 1826
Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου
Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος επανήλθε με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπρήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου.
Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου και έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 ψυχές του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.
Το φρούριο της πόλεως μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, κατόπιν των προσπαθειών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα.
Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.
Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου-12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους.
Στις 24 Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.
Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.
Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι' αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου).
Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι.
Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.
Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.
Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.
Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β':
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε' στα μάτια η μάνα μνέει'
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»
Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.
Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαϊου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις» και η Κυριακή των Βαΐων ορίστηκε ως επέτειος της εξόδου.
Πηγή sansimera.gr
read more “Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου - 10 Απριλίου του 1826”

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Τουρκικές αθλιότητες με την Αγιά Σοφιά!

Οι αθλιότητες από την τουρκική πλευρά συνεχίζονται και αυτή τη φορά στο στόχαστρο μπαίνει το μνημείο του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, η Αγιά Σοφιά. Ο τίτλος της ευρείας κυκλοφορίας τουρκικής εφημερίδας «Sabah» «Ισχυρισμός-σοκ σχετικά με την Αγιά Σοφιά» σόκαρε ακόμη και τους ίδιους τους Τούρκους! Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Καλών Τεχνών της Κωνσταντινούπολης Σούφι Σαάτσιμ στη μηνιαία τουρκική επιθεώρηση Ιστορίας και Πολιτισμού «Yedikta Dergisi», τεύχος Απριλίου 2013, γράφει ότι το σημερινό κτίσμα της Αγιάς Σοφιάς δεν είναι βυζαντινό, αλλά έργο του Mimar Sinan, του γνωστού Τούρκου αρχιτέκτονα που έχτισε το γνωστό τζαμί Σουλεϊμανιέ επί εποχής του Σουλεϊμάν του μεγαλοπρεπούς! Οι άθλιοι ισχυρισμοί μπορεί να εκπλήσσουν μερικούς, αλλά στο παρασκήνιο όλα γίνονται βάσει σχεδίου. Ερντογάν και Νταβούτογλου στρέφουν την κοινή γνώμη αυτούς τους δύσκολους για την Τουρκία καιρούς στο Ισλάμ.
Την ίδια στιγμή συνεχίζονται οι ενέργειες του πρώην γερουσιαστή των ΗΠΑ Κρις Σπύρου ώστε να παραδοθεί...
στην παγκόσμια χριστιανική κοινότητα η Αγιά Σοφιά ως κέντρο της Ορθοδοξίας. Επίσης τον Ιούνιο του 2012 το Κογκρέσο με νομοθετικό διάταγμα υποχρέωνε τους Τούρκους να επιστρέψουν την Αγιά Σοφία και άλλες εκκλησίες στο Πατριαρχείο στην Πόλη και να γίνει πάλι ορθόδοξη εκκλησία γιατί, όπως έλεγαν οι Αμερικανοί, όλα τα κτίρια που χτίστηκαν από ορθοδόξους προκειμένου να είναι εκκλησίες τους πρέπει να τους επιστραφούν και να απαγορευτεί να γίνουν τζαμιά ή μουσεία.

espressonews.gr
read more “Τουρκικές αθλιότητες με την Αγιά Σοφιά!”

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Αυθεντικός δια χειρός Καραϊσκάκη ο Ναός του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι !




  Δεν θα αναφερθούμε στην ζωή και στο έργο του γιού της Καλογριάς του Γεώργιου Καραϊσκάκη -πως μπορούμε άλλωστε θα χρειάζονταν βιβλία ολάκερα και όχι μια ανάρτηση-. Θα σταθούμε μόνο σε ότι αφορά την σχέση του με το Ναό του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι.

 Ο Ναός του Αγίου Νικολάου Κερατσινίου: 

 Είναι ο μοναδικός ναός στον Πειραιά που είναι αυθεντικός από την εποχή της επανάστασης. Θεμελιώθηκε γύρω στα 1820 από τον ίδιο τον Γεώργιο Καραϊσκάκη προς τιμή του Αγίου Νικολάουκαι σκοπό είχε να καλύψει τις θρησκευτικές ανάγκες του στρατοπέδου του που ήταν ακριβώς σε αυτό το σημείο.

Από εκεί άλλωστε και μέχρι σήμερα δύναται να δει κάποιος μέχρι και τον φαληρικό όρμο εαν σταθεί πάνω από το ύψος των πολυκατοικιών που κρύβουν τον ορίζοντα
Άκρως στρατηγικό σημείο για να στηθούν και τα ταμπούρια που σωρούς ακόμα τα βλέπουμε μέχρι σήμερα.

Η εκκλησία είναι από τον Καραϊσκάκη μεν αλλά για τις τελευταίες ώρες του υπάρχουν τρεις εκδοχές. Για όλους τους μεγάλους άντρες υπάρχουν εκδοχές άλλωστες περί της ζωής τους και του θανάτου τους

 Κάποτε στο ναό αυτόν και στο εσωτερικό του, υπήρχαν αφιερωμάτα (τάματα) των ελλήνων επαναστατών όπως κανδήλες, σταυροί, σπαθιά, πιστόλες και ζωνάρια. Όμως μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη δυστυχώς όπως όλοι φοβούνταν ότι θα συμβεί η πόλη έπεσε στον Κιουταχή Πασά (ο οποίος να αναφέρουμε για την ιστορία ότι ήταν Γεωργιανός και γιός ορθοδόξου ιερέα που τον έκαναν γενίτσαρο, ενώ πέθανε σε ηλικία 59 ετών από εγκεφαλίτιδα ενώ προσπαθούσε να καταπνίξει επανάσταση Κούρδων) και ο ναός εσωτερικά ασβεστώθηκε από τους Τούρκους ενώ άρπαξαν ότι βρήκαν.


Το 1837 οι κάτοικοι της γύρω περιοχής (να πούμε ότι ο Δήμος κάποτε ονομάστηκε Δήμος Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου αλλά μετά έμεινε μόνο το Κερατσίνι δυστυχώς) έχτισαν ναό δίπλα στο εκκλησάκι. 



Το 1879 ο χώρος ανακαινίσθηκε και έγινε Μοναστήρι ενώ το 1963 χτίστηκε ο σημερινός ναός προς τιμή του Καραϊσκάκη που ολοκληρώθηκε μόλις το 2000. (και ομολογώ ότι είναι ναός που με εντυπωσίασε για το μέγεθός του, αντάξιος του αγωνιστή).
Ο νέος ναός "ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ" μετά από περιπέτειες και αυτός όπως είναι σήμερα αφιερωμένος στο όνομα του μεγάλου αγωνιστή

Μέρος από τα παλιά ταμπούρια έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα ως τοίχος του ναού
 

Οι εκδοχές για τις τελευταίες ώρες πριν τον θάνατό του και το ναό του Αγίου Νικολάου:
  
Σε επιχείρηση που έλαβε χώρα τη νύχτα της 22ας Απριλίου 1827 στο Φάληρο είχε συμφωνηθεί να μην ξεκινήσει κανείς το τουφεκίδι από το ελληνικό στρατόπεδο πριν δοθεί σύνθημα για γενική επίθεση. Όμως ακούστηκαν πυροβολισμοί από το Κρητικό Οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο.

Από εκείνο το σημείο και μετά υπάρχουν τρεις εκδοχές:

Η πρώτη ότι αμέσως μετά τον τραυματισμό του τον μετέφεραν επί του πλοίου Σπαρτιάτης που ήταν όπου άφησε την τελευταία του πνοή και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στην Σαλαμίνα όπου και ενταφιάστηκε. 

Η Δεύτερη εκδοχή που όμως επικρατεί μόνο στον χώρο της προφορικής παράδοσης και του θρύλου είναι ότι οι συναγωνιστές επειδή δεν εμπιστεύονταν τους Άγγλους Κόχραν  και Τζόρτζ (Στρατηγός χερσαίων ελληνικών Δυνάμεων) τον μετέφεραν στο δικό τους στρατόπεδο που ήταν στο Κερατσίνι ακριβώς εκεί που βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου όπου ο Καραϊσκάκης αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε την διαθήκη του και την υπέγραψε. 
Η τελευταία κουβέντα λένε ότι ήταν "εγώ πεθαίνω, όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστάξετε την πατρίδα" ενώ μια πιο σκληρή εκδοχή που κυκλοφορεί είναι "Αν γίνω καλά θα τονε χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε. Εάν ψοφήσω, κλάστε μου τον μπούντζον".
Φυσικά εάν ισχυριστούμε ότι είπε το δεύτερο τότε αποκλείεται να ευρίσκετο εντός του ναού που ο ίδιος έχτισε γιατί όπως είπαμε ήταν θρήσκος και γιός καλόγριας.

Τέλος η Τρίτη εκδοχή είναι ότι μετά τον τραυματισμό του θέλησε να δει το ναό του Αγίου Δημητρίου στην Σαλαμίνα αλλά τελικώς μπήκε στην εκκλησία πεθαμένος. Θεωρούσε τον Άγιο Δημήτριο ως προστάτη του.  

Πιστεύω ότι ο συνδυασμός πρώτης και τρίτης εκδοχής είναι ο πιο πιθανός. Δηλαδή αφού τον επιβίβασαν επί του σκάφους "Σπαρτιάτης" πέθανε και τον πήγαν για ταφή στην Σαλαμίνα για να προστατεύσουν το άψυχο σώμα του αφού τυχόν βεβήλωσή του αφού το στρατόπεδό στο Κερατσίνι ήταν στόχος για τους Τούρκους και μάλιστα η συνέχεια δικαίωσε και την επιλογή τους αφού οι έλληνες έχασαν και το στρατόπεδο του Κερατσινίου μαζί με τον μικρό ναό του Αγίου Νικολάου κατεστράφηκαν. Το γεγονός δε ότι εκεί αμέσως μετά τον θάνατό του ετάφηκε καθιστούν και την εκδοχή αυτή ως πιο πιθανή. 


Παλιός ξύλινος σταυρός πάνω από την πύλη εισόδου του παλιού ναού



Η οδύσσεια των λειψάνων του:

Όπως είπαμε αμέσως μετά τον θάνατό του ενταφιάστηκε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Το 1835 ο Βασιλιάς Όθωνας με βασιλικό διάταγμα έκανε ανακομιδή των λειψάνων του και τοποθέτησή τους στο Φάληρο. Η μεταφορά τους έγινε με το κότερο Ναυτίλος Ι και ακολούθησε μεγαλοπρεπή τελετή στην οποία ο Σπύρος Μήλιος ζήτησε από τον Βασιλιά να προστατεύσει τις κόρες του Καραϊσκάκη που ήταν άπορες.


Όμως αυτά έπρεπε να μετακινηθούν όταν φτιάχτηκε το Στάδιο Καραϊσκάκη (δεκαετία του εξήντα) και έγινε νέα ανακομιδή και μεταφορά έμπροσθεν όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα δε με ανακοίνωση του ναού Αγίου Δημητρίου Σαλαμίνας το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων βρίσκεται στο Φάληρο ενώ ένα μέρος βρίσκεται εντός του ναού (του αρχικού τάφου) ενώ υπάρχει και αίτημα του τόπου γεννήσεως του ήρωα (Μαυρομάτι Καρδίτσας) για μεταφορά των λειψάνων του εκεί.


Ο παλιός ναός "ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ" και ο νέος ναός "ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ" στέκονται δίπλα δίπλαΟ πρώτος φτιαχμένος από τον Καραϊσκάκη, ο δεύτερος αφιερωμένος σ΄ αυτόν.



Η συνέχεια του αγώνα και ο Ανάλατος:

 Το στράτευμα δίχως τον Καραϊσκάκη, αναγκάστηκε να υπακούσει στους Άγγλους Κόχραν και Τζόρτζ(πρόκειται για τον ιρλανδό φιλέλληνα Ρίτσαρντ Τσώρτς) και φυσικά μιά μέρα αργότερα έπαθε την πανωλεθρία στην Μάχη του Ανάλατου (24 Απριλίου 1827), σημερινή Νέα Σμύρνη, αφού οι Άγγλοι έκαναν κατά μέτωπον επίθεση κάτι που ήταν καταστροφικό ενώ ο Καραϊσκάκης από την αρχή υποστήριζε ότι έπρεπε να διεξαχθεί πόλεμος χαρακωμάτων.

Από την καθαρή αυτή αποτυχία του σχεδιασμού επίθεσης εκ μέρους των άγγλων 2000 σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Σουλιώτες και Κρητικοί αναμεσά τους οι: Ιωάννης Νοταράς, Λάμπρος Βεϊκος, Κίτσος Τζαβέλας, Αθανάσιος Μπότσαρης, Φωτομάρας, Γεώργιος Διάκος και ο Συνταγματάρχης Ιγγλέσης. 250 έλληνες αιχμάλωτοι των Τούρκων αποκεφαλίστηκαν αμέσως. Ο Μακρυγιάννης σώθηκε χάρι στα γρήγορα πόδια και πνευμόνια όπως έγραψε και ο ίδιος και μας έμειναν και εμάς μέχρι σήμερα.

Ο Γάλλος Φιλέλληνας Κάρολος Φαβιέρος που έβλεπε την μάχη πολιορκημένος εντός της ακροπόλεως των Αθηνών είπε:
 "Οι καλοί άνθρωποι ούτοι εντός ολίγου θα απωλεσθώσιν" και επειδή δεν είχε μάθει ακόμα τον θάνατο του Καραϊσκάκη εξέφρασε την απορία πως ο Καραϊσκάκης είχε πέσει σε τόσο μεγάλα στρατιωτικά αμαρτήματα.
Πλατεία Καραϊσκάκη

"Δεν το αρνούμαι, πως όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής αποφάσισα να γίνω άγγελος"

Και πραγματικά έγινε ο καλός άγγελος της πατρίδας. Αυτό το είπαν οι ίδιοι οι τούρκοι. 
-Εμείς έχομεν τον Κιουταχήν και οι Έλληνες τον Καραϊσκάκη. 
Δυό λιοντάρια πολεμούν να φάει το ένα τ΄ αλλο. (Κι όμως κάποτε ευρέθηκαν μαζί και συνομίλησαν. Και αυτό έλαχε να γίνει στον Πειραιά τον Αύγουστο του 1826, στην γαλλική ναυαρχίδα που ήταν αγκυροβολημένη απ΄ έξω).
read more “Αυθεντικός δια χειρός Καραϊσκάκη ο Ναός του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι ! ”

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Αυστραλία: Βιβλίο για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες


Αυστραλία: Βιβλίο για τους Μικρασιάτες πρόσφυγεςΤο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην αγγλική γλώσσα έχει τίτλο «90 Χρόνια από την Καταστροφή της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες που έκαναν ένα νέο ξεκίνημα στο West End, South Brisbane".
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τον Σύλλογο Μελέτης του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας που λειτουργεί στο Κουίνσλαντ. Αξιοσημείωτο είναι πως στο Μπρίσμπαν εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, αμέσως μετά την καταστροφή του 1922.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι η Δέσποινα Δράκου (αντιπρόεδρος του Συλλόγου) της οποίας ο πατέρας ήταν πρόσφυγας. «Ο πατέρας μου», λέει, «με ενέπνευσε να γράψω το βιβλίο αυτό. Ήταν μόλις δέκα χρόνων, επέζησε της καταστροφής της Σμύρνης και εγκαταστάθηκε στο Μπρίσμπαν μαζί με την οικογένειά του αμέσως μετά το 1922».
Η κ. Δράκου σημειώνει πως ο πατέρας της, Γιάννης Δρακάκης, τής είχε διηγηθεί πολλές ιστορίες που δεν μπορούσε να βρει στα βιβλία των «ιστορικών» και αυτό την έκανε να ψάξει και να βρει σπάνιο υλικό από επιζώντες, διπλωμάτες αλλά και δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής.
Η πρόεδρος του Συλλόγου Τζορτζίνα Μονζεράτ δήλωσε κατά την παρουσίαση του βιβλίου πως αποφασίστηκε η έκδοσή του για να τιμηθούν τα θύματα της καταστροφής αλλά και «για να ειπωθεί η ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων που σκόρπισαν στα πέρατα της γης μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές τους εστίες».
Στην παρουσίαση του βιβλίου τονίστηκε πως ήταν «τραγικά τα πρώτα χρόνια των προσφύγων στην Ελλάδα», αλλά γι' αυτούς που πήγαν σε Αυστραλία, ΗΠΑ και άλλες χώρες «τα πράγματα ήταν ακόμα πιο χειρότερα».


read more “Αυστραλία: Βιβλίο για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες”