Του Γιώργου Λαμψίδη
Μαντώ Μαυρογένους, μια ωραιότατη νέα από Ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, μετά από τον αποκεφαλισμό του θείου της – αδελφού του πατέρα της – από τον σουλτάνο, έφυγε κρυφά με την οικογένειά της στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της, ο Νικόλαος Μαύρογένης, μπήκε στο εμπόριο και με τα πλούτη του βοήθησε τον Λάμπρο Κατσώνη για τη δημιουργία μικρού στόλου.
Η ομορφιά της κόρης συνδυαζόταν· με την παλληκαριά της και από την Ιταλία έφυγε με τη μάνα της – ο πατέρας της στο μεταξύ είχε πεθάνει – όταν έμαθε ότι άρχισε ο αγώνας στην Ελλάδα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Η οικογένεια Μαυρογένη – με άφθονα πλούτη – εγκαταστάθηκε στην Πάρο, πατρίδα της μητέρας της. Εκεί η Μαντώ προσχώρησε στη Φιλική Εταιρία και αποφάσισε να ξεκαθαρίσει το Αιγαίο από Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές και σφαγείς. Για το σκοπό αυτό έπεισε τους εκεί άρχοντες να σχηματίσουν έναν μικρό στόλο που αποτελέστηκε από 5 πλοία, δύο από τα οποία έγιναν με δικά της έξοδα.
Μέσα σε 5 μήνες, η πειρατεία και οι επιδρομές στο Αιγαίο συντρίφθηκαν και η Μαντώ, που ήταν και η ίδια καπετάνιος, ενθαρρυμένη από τις νίκες αυτές, πέρασε με το μικρό της στόλο στην Εύβοια και ύστερα με ένα ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, που το ίδρυσε και το συντηρούσε η ίδια, διέσχισε τη Θεσσαλία, όπου έδωσε σκληρές μάχες και αναδείχθηκε αρχηγός της μικρής στρατιωτικής ομάδας. Ήταν κάτι το εξαιρετικό για την εποχή εκείνη, γυναίκα επαναστάτης.
Οταν έμαθε στα 1822 ότι οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο, αποφάσισε να κατεβεί στην Πελοπόννησο νια να ενισχύσει και μονιμοποιήσει, μαζί με τους άλλους αγωνιστές, τις κατακτήσεις της Επανάστασης.
Στο Ναύπλιο πήρε μέρος σε πολλές μάχες γύρω από την πολιορκημένη πόλη, ντυμένη ανδρικά και
Μάταια γύρεψαν έπειτα από λίγα χρόνια, μερικοί άνθρωποι που θυμόταν ακόμη τη Μαντώ, να βρουν τον τάφο της. Ούτε ένας σταυρός με το όνομά της δεν είχε σωθεί εκεί που την έθαψαν. Οι σύγχρονοι μπορεί να ξεχνούν. Μα οι μεγάλες ψυχές ποτέ δεν χάνονται. Τις παίρνει στα φτερά της η δόξα». Μόνο ένα άγαλμα στήθηκε στη Μύκονο…
αρματωμένη. Εκεί σε μια μάχη γνώρισε και το στρατηγό της Επανάστασης και στρατιωτικό ηγέτη των διάσπαρτων αγωνιστών, τον Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος, ως γνωστόν, ήταν αρχηγός του Ιερού Λόχου. Μετά τη συντριβή του στο Δραγατσάνι κατέφυγε στην Αυστρία, όπου φυλακίσθηκε και πέθανε στις φυλακές στα 1827.Η σχέση της όμορφης Μαντώς με τον Δημήτριο Υψηλάντη δυνάμωνε ολοένα όσο περνούσε ο καιρός και ο έρωτάς τους τους οδήγησε να συγκατοικήσουν. Όμως η τότε πολιτική διοίκηση δεν έβλεπε με καλό μάτι τις σχέσεις αυτές και μια μέρα που έλειπε ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μια μάχη, όργανα της τότε κυβέρνησης άρπαξαν τη Μαντώ, την έδεσαν με σχοινιά και την επιβίβασαν σε ένα πλοίο για να τη μεταφέρουν πίσω στην Πάρο.Όταν επέστρεψε ο Υψηλάντης από τη μάχη και έμαθε την αρπαγή της Μαντώς, εξοργίσθηκε, αλλά η πολιτική διοίκηση, με τη βοήθεια ενός γιατρού του εξήγησε ότι η όλη ενέργεια της κυβέρνησης απέβλεπε στην αποκατάσταση της υγείας του, η οποία δεν ήταν τόσο καλή. Η φυματίωση από την οποία έπασχε, θα επιδεινωνόταν με τις ερωτικές σχέσεις του με τη Μαντώ.
Η Μαντώ όμως κατόρθωσε να επιστρέψει στο Ναύπλιο και να ζητήσει να νομιμοποιηθούν οι σχέσεις τους μια και όπως έλεγε, της υποσχέθηκε ο στρατηγός γάμο.
ΟΤΑΝ έφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας (1827), ως πρώτος κυβερνήτης, η Μαντώ με υπόμνημά της (1830) ζήτησε η κυβέρνηση να επιβάλλει στον Υψηλάντη το γάμο που της υποσχέθηκε ή να την πληρώσει (ποινική ρήτρα).
Ο Καποδίστριας δεν ήξερε τι να κάνει. Γι’ αυτό παρέδωσε το υπόμνημα στον υπουργό της Δικαιοσύνης του, τον Ιωάννη Γεννάτο, νομομαθή που τον έφερε ο κυβερνήτης μαζί του για να δημιουργήσει μια στοιχειώδη Δικαστική Υπηρεσία, η οποία ήταν άγνωστη στην τότε απελευθερωμένη περιοχή της Ελλάδας.
Τι περιείχε ακριβώς το υπόμνημα, είναι άγνωστο. Αλλά ο καθηγητής Κ. Τριανταφυλλόπουλος (Πρακτικά Ακαδημίας 1936) δίνει ένα μέρος του υπομνήματος του Γεννάτου: «Εκ της γνωμοδοτήσεως του Ιωάννη Γεννάτου ευχερώς ανασυγκροτείται το περιεχόμενον του υπομνήματος». Η γνωμοδότη- ση του Γεννάτου είχε ως εξής: «Εάν τω όντι έχει ομολογίαν ένεκα της οποίας ο κύριος Δ. Υψηλάντης δέχεται να πληρώσει όσα ζητήσει η κυρία Μαντώ, εάν μετά την αποκατάστασιν της Ελλάδος δεν τη νυμφευθεί, οποία δικαιώματα δύνανται εξ αυτής να πηγάσουν; Να την νυμφευθεί; Και η Εκκλησιαστική Αρχή δύναται να βιάσει γάμον; Εάν δεν είναι απλή συμφωνία αλλά συνοδεύεται από την πράξιν της παρθενοφθορίας, ποίαν δύναμιν έχει η Εκκλησιαστική Αρχή;». Στην ουσία απορρίφθηκε το υπόμνημα της Μαντώς ή να την νυμφευθεί ή να την αποζημιώσει, επειδή η Μαντώ στις τότε κοινωνικές συνθήκες δεν μπορούσε να αποκαλύψει – από συστολή – την “παρθενοφθορία” (ξεπαρθένεμα) για να αναγκάσει την Εκκλησία να τελέσει το γάμο.
Το υπόμνημα της αυτό δεν διαβάστηκε στη Συνέλευση της Τροιζήνας. Η ιστορία όμως αυτή έκλεισε για πάντα, όταν τον 1832 επήλθε ο θάνατος του Δημητρίου Υψηλάντη.
ΑΛΛΑ δεν ήταν μόνο το ζήτημα του γάμου: Το σπουδαιότερο ήταν η βαθμιαία οικονομική της εξαθλίωση από το 1823 και ύστερα. Αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα, που μας τα διαφύλαγαν τα Αρχεία της Επανάστασης, που τυπώθηκαν με τον τίτλο «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» (1972).
Τα παραθέτω κάπως ανάκατα αλλά το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστο για την κατάντια μιας μεγάλης μορφής που έδωσε τα πάντα για την Επανάσταση που τη φανταζόταν με τα τιιο όμορφα και ζωηρά χρώματα με την πιο φιλελεύθερη ζωή, μια και όταν άρχισε είχε ψευδαισθήσεις: Μια μέρα που η μάνα της, η Ζαχαράτη, της έκανε την παρατήρηση ότι με τον τρόπο που δρα και σκέφτεται η περιουσία τους – η προίκα της δηλαδή – κοντεύει να τελειώσει, η ενθουσιασμένη ηρωίδα των πρώτων χρόνων της επαναστατικής της δράσης – η Μαντώ – απάντησε όπως αναφέρει ο Σπύρος Μελάς στο έργο του «Μαντώ Μαυρογένους»: «Έχεις ξοδέψει, της είπε η μητέρα της, ένα μιλλιούνι γρόσια… δεν έχουμε τίποτα πια. Εσένα χρέωσα, της είπε, το σεντούκι άδειασε».
«Να χρεώσεις μητέρα την πατρίδα, αποκρίθηκε η Μαντώ. Αν κερδίσουμε στον μεγάλον τούτο αγώνα, η πατρίδα δεν θα φανεί άδικη…».
Και η μάνα της προφήτεψε: «Σου το λέω θα απομείνεις στους πέντε δρόμους». Και το προμάντεμα της μάνας της βγήκε πολύ γρήγορα αλήθεια και διέψευσε τις ελπίδες της ωραίας επαναστάτριας. Οι δυστυχίες και η εξαθλίωση πρόλαβαν τις ωραίες μέρες που κρυφά επέστρεψε η Μαντώ από την Πάρο στο Ναύπλιο, όπου ο Υψηλάντης αρνήθηκε ότι είχε υποσχεθεί γάμο στη Μαντώ.
Από το 1823, η Μαντώ υποβάλλει συνεχώς υπομνήματα στις Γενικές Συνελεύσεις, εκλιπαρώντας τη βοήθεια της κυβέρνησης για να «εξοικονομηθεί, δυστυχούσαν ήδη…». Η κυβέρνηση κωφεύει. Η Μαντώ δεν έχει ούτε μόνιμη στέγη. Κάνει συνεχείς αναφορές για το θέμα αυτό: τά οίκον τινά εθνικόν εις το Ναύπλιον δια να κατοικήσει…». Προσφεύγει στις διάφορες συνελεύσεις, εκλιπαρρώντας να πιέσουν τους δανειστές της να της επιστρέψουν τα δανεισθέντα…». Δεν μπορεί να βρει μια μόνιμη κατοικία.
Όπου στεγάζεται σε λίγο καιρό την αποβάλλουν «διότι δεν έχει γρόσια να πληρώσει»… Επανέρχεται συνεχώς στο θέμα της στέγης «διότι δεν ευρίσκει οίκον δια να κατοικήσει…».
Σε λίγα χρόνια πάλι επανέρχεται η στέγαση της: «Αναφορά της Μαντώς Μαυρογένους δια της οποίας ζητεί από τη Συνέλευση να της δοθεί οικία για να στεγασθεί… επειδή εξεδειόχθη από τη στέγην όπου ήτο…».
Αναγκάζεται να υπενθυμίσει τις δαπάνες που έκανε για το σχηματισμό του υικρού στόλου των Κυκλάδων: «Ζητεί 800 γρόσια για την εκστρατείαν εις Τήνον και Μύκονον…».
Η συντήρησή της και η στέγη είναι τα δυο μεγάλα προβλήματά της και συνεχώς απευθύνεται στις Γενικές Συνελεύσεις, υπενθυμίζοντας τις θυσίες της για την πατρίδα. Και όμως κανείς δεν συγκινείται.
Και στα 1832, ύστερα από το θάνατο του Υψηλάντη, φεύγει για την Πάρο, χωρίς λεφτά και χωρίς καμία ενίσχυση από πουθενά.
Από το 1832 ως το 1848, όταν άφησε την τελευταία της πνοή η μεγάλη αγωνίστρια, η ζωή της θα είναι ένα μαρτύριο: Οι γείτονες θα της φέρνουν ένα πιάτο φαγητό… Και τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες θα γράψουν: «απέθανεν εν εσχάτη πενία…».
Και ο Μελάς στο έργο του θα τελειώσει με αυτά τα λόγια:
«Μάταια γύρεψαν έπειτα από λίγα χρόνια, μερικοί άνθρωποι που θυμόταν ακόμη τη Μαντώ, να βρουν τον τάφο της. Ούτε ένας σταυρός με το όνομά της δεν είχε σωθεί εκεί που την έθαψαν. Οι σύγχρονοι μπορεί να ξεχνούν. Μα οι μεγάλες ψυχές ποτέ δεν χάνονται. Τις παίρνει στα φτερά της η δόξα». Μόνο ένα άγαλμα στήθηκε στη Μύκονο…
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος, 18/04/96
http://mathainoumeellinikiistoria.blogspot.com/