Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ο προφητικός διάλογος Φραντζή – Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Τον Φεβρουάριο του 1451 πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ και τη θέση του πήρε ο γιος του Μωάμεθ, που δεν ήταν ούτε 20 χρόνων.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδειξε χαρούμενος που ο νεαρός σουλτάνος υποσχέθηκε να διατηρήσει την ειρηνική συνύπαρξη με το Βυζάντιο, συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του. Μόλις ο αυτοκράτορας συνάντησε τον πιστό του συνεργάτη Γεώργιο Φραντζή, ο οποίος μόλις είχε επιστρέφει από διπλωματική αποστολή, υπήρξε ο παρακάτω διάλογος:

- «Θα σου πω καλά νέα μόνο αν μου δώσεις τα συχαρίκια. Ο Μουράτ πέθανε και ο γιος του δέχτηκε να διατηρήσει την ειρήνη μαζί μας.
- Δέσποτά μου, αυτό δεν είναι ευχάριστο, αλλά πολύ λυπηρό νέο.
- Γιατί;
- Γιατί ο Μουράτ ήταν γέρος και είχε κάνει αποτυχημένη απόπειρα επίθεσης στην Πόλη. Στο εξής δεν θα επιχειρούσε ξανά κάτι παρόμοιο, αλλά θα επιθυμούσε μόνο ειρήνη και φιλία. Ο γιος του όμως, είναι νέος σε ηλικία και από τα παιδικά του χρόνια εχθρός των χριστιανών.
- Είσαι ένας από τους πιο συνετούς και σπουδαίους άρχοντες της αυτοκρατορίας και γνωρίζεις καλά αυτά τα πράγματα, ο Θεός όμως μπορεί να το επέτρεψε αυτό για το καλό.
- Όπως νομίζεις, βασιλιά μου».
Ο Φραντζής είχε σωστά διαισθανθεί ότι ο νεαρός σουλτάνος θα αποτελούσε στο μέλλον θανάσιμη απειλή για το Βυζάντιο. Ο ιδιαίτερα καλλιεργημένος Μωάμεθ, που είχε ανατραφεί στις παρυφές της Ευρώπης, φλεγόταν να κατακτήσει τον πολύ πιο προηγμένο και αξεπέραστο για την εποχή του βυζαντινό πολιτισμό.
Στο βάθος της ψυχής του ήθελε να κατατροπώσει τους Βυζαντινούς, όχι γιατί τους θεωρούσε  υποδεέστερους, αλλά γιατί ενδόμυχα τους θαύμαζε και επιζητούσε τη σύγκριση μαζί τους, κατά προτίμηση σε πεδία που είχε την περιστασιακή υπεροχή, όπως το στρατιωτικό. Απέναντι του βρήκε μια παρηκμασμένη αυτοκρατορία-σφραγίδα, χωρίς εδάφη, υπερασπιστές και ηθικό. Δυστυχώς, ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν σεβάστηκε τον βυζαντινό πολιτισμό. Η πρώτη του ενέργεια μόλις μπήκε στην Αγία Σοφία ήταν να πηδήξει επάνω στην Αγία Τράπεζα για να προσευχηθεί.

Εισήλθε στο μεγαλύτερο αριστούργημα της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής, που «κόβει την ανάσα» των ανθρώπων επί 1.500 χρόνια, και το βεβήλωσε. Κατέλαβε μια πόλη-κόσμημα, με παλάτια, εκκλησίες, αγάλματα, σιντριβάνια, καμπαναριά, εικονίσματα, πολύχρωμα μάρμαρα, βιβλία, πελεκητούς δρόμους, δικαστήρια, νόμους, διοικητικές υπηρεσίες, ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κοινωνική πρόνοια, υδραγωγεία, νοσοκομεία και την παρέδωσε στη βεβήλωση. Έδειξε μικροψυχία και επιβράδυνε την ιστορική πρόοδο. Γι’ αυτό το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα μόνο στην τουρκική Ιστορία.