Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ:Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΙΛΟΓΛΟΥ

Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος υπήρξε κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος.


Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε σε σπήλαιο κοντά στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας τo 1782 και ήταν γιος του Δημήτριου Καραΐσκου και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή (από τη Σκουληκαριά ΄Αρτας) που για να πορίζεται τα προς το ζην περιερχόταν τις επαρχίες και εξ αυτού την αποκαλούσαν καλογριά και τον Γ. Καραϊσκάκη γιο της Καλογριάς. Τα παιδικά του χρόνια τα διήγαγε αλήτικο βίο ορφανού και κατατρεγμένου παιδιού, άλλοτε ως γιδοβοσκός και άλλοτε "της αρπαχτής και της κλεψιάς". Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του όταν αρχίζει να γίνεται άνδρας. Φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, ιδιώματα που απέκτησε από τα παιδικά του χρόνια. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά, που τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Βελεστινλή, (Φεραίου). Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε για δεύτερη φορά στην αυλή του Αλή Πασά.


Η ποιό σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Κ. θεωρείται τόσο η 1η όσο και η 2η παραμονή του στην αυλή του Πασά των Ιωαννίνων μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει εκείνος του απάντησε:




"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".

Κατά την 1η παραμονή του στην αυλή του Πασσά παντρεύτηκε την Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του. Στη 2η διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα Καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και ιατρούς Έλληνες και ξένους. Διαρκούσης της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις, (το ότι θεωρήθηκε ερωμένη του Κ. δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα).

Δράση πριν το 1821

Όταν το Καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα ο Κ. παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Βραδύτερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ΄ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να την στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 ο Κ. προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, γεγονός που διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.




Δράση 1821 - 1823

Αρχομένης της Επανάστασης ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Κ. από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκου και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τα σουλτανικές Αρχές της Λάρισας.

Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου ν΄ αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε την αρχηγία των Αγράφων. Αρχομένης της εισβολής των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1922) ο Κ. ειδοποιεί από τα Άγραφα (τον γέροντα Πανουργιά) "ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους ν΄ αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ΄ εκείνους. Έτσι ενωμένοι ο Κ. με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, κατά της Α. Ελλάδας και εκείνης του Δράμαλη. Και αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Κ.

Μετά την διάλυση της 1ης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου ο Κ. προκατέλαβε με 1000 περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.



Επιστροφή - Δίκη


Ο Κ. νοσταλγώντας την Ρούμελη και τ΄ Άγραφα επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτόν του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία εκ των προτέρων ικανοτήτων του Κ. στη περιοχή. Οι Τζαβελλαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του Κ. ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Κ. και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια κατέλαβαν το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό του Μαυροκορδάτου διοίκηση του Μεσολογγίου.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Κ. μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας"! Στις 30 Μαρτίου 1824 συνεστήθη η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Κ. με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρά ταύτα κατέστη αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και αξιωμάτων του και διατάχθηκε ν΄ αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν ν΄ αποφεύγουν κάθε επικοινωνία μετά του εχθρού της πατρίδας, τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Κ. μετά πολλών οπαδών του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τ΄ αξιώματά του.


Έδρασε ως οπλαρχηγός στην περιοχή των Αγράφων και το 1826 διορίστηκε αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας.


Το 1826 έχτισε Ταμπούρια στην Περιοχή του Κερατσινίου Χάρη στη στρατηγική του ιδιοφυΐα πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Τούρκων (Δόμβραινα, Δίστομο, Αράχωβα) και κράτησε τον τουρκικό στρατό καθηλωμένο στην Αθήνα για μεγάλο διάστημα. Διαφώνησε όμως με τους Κόχραν και Τζωρτζ ως προς την τακτική που θα ακολουθούσαν κατά του Κιουταχή.

Τραυματίστηκε σε αψιμαχία με τους Τούρκους στο Νέο Φάληρο και πέθανε στις 23 Απριλίου 1827 μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του.